Κατάκριση

ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Αὐτήν τήν περίοδο πού διανύουμε ἀκούγεται στίς ἀκολουθίες ἡ μικρή καί κατανυκτι­κή εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…». Ἡ προσευχή αὐτή κλείνει μέ τό ἑξῆς αἴτημα: «Ναί, Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου…». Ναί, Κύριε βασιλέα καί δημιουργέ μου. Δῶσ᾿ μου ἕνα μεγάλο δῶρο: νά βλέπω τίς δικές μου ἁμαρτίες καί νά μήν κατακρίνω τόν ὁποιον­δήποτε ἄνθρωπο, πού εἶναι ἀδελφός μου, καί νά μήν ἀσχολοῦμαι μέ τίς ἁμαρτίες του…

Τό ἐπίμονο αὐτό αἴτημα τοῦ Ὁσίου, πού ἡ Ἐκκλησία τό βάζει στό στόμα τοῦ κάθε πιστοῦ, μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά μιλήσουμε γιά τό ἁμάρτημα τῆς κατακρίσεως, πού εἶναι τόσο βαρύ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δυστυχῶς καί τόσο συνηθισμένο.

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

1. Τί εἶναι ἡ κατάκριση; (...)

Κατάκριση εἶναι τό νά ἀσχολοῦμαι μέ τίς ἁμαρτίες καί τά ἐλαττώματα τῶν ἄλλων καί νά τούς καταδικάζω μέ ἀσπλαχνία καί κακία γι᾿ αὐτές ἤ καί ἁπλῶς νά τόν κουτσομπολεύω, ν᾿ ἀφήνω ἕνα ὑπονοούμενο γι᾿ αὐτόν. Ἡ κατάκριση ἔχει διάφορους βαθμούς:

  • Μπορεῖ νά κατακρίνω κάποιον γιά κάποια συμπεριφορά του λέγοντας: «Τώρα θύμωσε, ἁμάρ­τησε, εἶναι ἔνοχος».
  • Ἤ ἀπό αὐτή τή μεμονωμένη συμπεριφορά του νά βγάλω συμπέρα­σμα γιά ὅλη του τή ζωή, π.χ. «αὐτός εἶναι ὀξύθυμος, ἔχει βαθιά ριζωμένο μέσα του τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Πῶς θά ταλαιπωρεῖ τούς ἄλλους!». Αὐτή ἡ κατάκριση εἶναι βαρύτε­ρη, εἶναι πιό αὐθαίρετη καί δείχνει μεγαλύτερη κακία.
  • Στήν πλέον βαρύτερη μορφή της ἡ κατάκριση φθάνει στήν ἐξουδένωση, δηλαδή νά θεωρῶ τόν πλησίον μου ἕνα μηδέν, νά τόν περιφρονῶ καί νά τόν σιχαίνομαι. Ὁ Θεός, παιδιά, νά μᾶς φυλάξει ἀπό τέτοιο κατάντημα!

Νά ποῦμε ἀκόμη ὅτι μπορεῖ νά κατακρίνω στή σκέψη ‒ κι αὐτό εἶναι ἔνοχο ‒, μπορεῖ ὅμως καί νά ἐξωτερικεύσω τήν ἀσυμπαθή κρίση μου καί νά βλάψω καί ἄλλους, αὐτούς πού μέ ἀκοῦνε ‒ πράξη περισσότερο ἔνοχη.Ὑπάρχουν ἀκόμη καί οἱ γενικές κατακρίσεις: «Ὅλοι ἔτσι εἶναι (ὅλοι οἱ καθηγητές/οἱ Ἕλληνες…)».

2. Γιατί πέφτουμε στήν κατάκριση; Τί φταίει; (…)

Ἡ ρίζα τῆς κατακρίσεως εἶναι ὁ ἐγωισμός. Βέβαια ὁ ἐγωισμός εἶναι αἰτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας. Εἰδικά ὅμως ἡ κατάκριση ὀφείλεται σέ μεγάλο ἐγωισμό, διότι δείχνει ὅτι ἔχουμε μεγάλη ἐμπιστοσύνη στή γνώμη καί τήν κρίση μας· διότι ἁρπάζουμε τήν ἐξουσία τῆς κρίσεως τῶν ἀνθρώπων, πού ἔχει μόνο ὁ Θεός, καί βγάζουμε ἀπόφαση γιά τό τί εἶναι ὁ καθένας! Κι ὅλα αὐτά, τή στιγμή πού κι ἐμεῖς ἔχουμε πολλές ἁμαρτίες, γιά τίς ὁποῖες θά δώσουμε λόγο.

Ἡ κατάκριση λοιπόν ὀφείλεται σέ ἔλλειψη ἀγάπης καί αὐτογνωσίας, ταπεινοφροσύνης. Ὅποιος κατακρίνει, βρίσκεται μακριά ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ἀγάπη. Ὅμως αὐτές οἱ δύο ἀρετές εἶναι ὅλο τό Εὐαγγέλιο! Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς εἶχε ὅλα τά ἄλλα ἐκτός ἀπό αὐτά τά δύο· καί ἔτσι κατέκρινε τόν τελώνη. Καί ἀποδοκιμάστηκε! Εἶναι βαρύ λοιπόν ἁμάρ­τημα ἡ κατάκριση καί γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος τό παρομοίασε μέ δοκάρι πού ἔχει μπεῖ μέσ᾿ στό μά­τι μας, ἐνῶ τό ἁμάρτημα τοῦ πλησίον, ὅποιο κι ἄν εἶναι αὐτό (!), μέ μικρή ἀκίδα ‒ συγκρινό­μενο μέ τήν κατάκριση!

ΕΦΑΡΜΟΓΗ

- Καί πῶς θά νικήσω τήν κατάκριση; (…)

α. Νά σκέπτομαι ὅτι εἶναι ἁμάρτημα βαρύ, «θανάσιμο». Ὁ Κύριος τό εἶπε: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. ζ’ 1).

β. Νά σκέπτομαι, ἐάν μέ ἄκουγε αὐτός τόν ὁποῖο κατακρίνω - κουτσομπολεύω, θά μιλοῦσα ἔτσι;

γ. Νά βρίσκω ἐλαφρυντικά γιά ὅλους. Πολλά μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν ὥστε νά καλλιεργοῦμε καλούς λογισμούς γιά τούς συνανθρώπους μας καί νά μήν τούς κατακρί­νουμε. Πρῶτα-πρῶτα ἡ συναίσθηση τῆς ἀγνοί­ας μας. Βλέπουμε τόν ἄλλον νά ἁμαρτάνει, ἀλλά δέν ξέρουμε τήν ἀνατροφή του ‒ ἄκουσε στή ζωή του λόγο Θεοῦ; τόν συμβούλεψαν ποτέ, ἤ μήπως τόν ἔσπρωξαν στήν ἁμαρτία ἀπό μικρό παιδί; ‒ τό χαρακτήρα του, τή σωμα­τική του κράση κλπ. Ἔπειτα, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ποῦ ξέρεις πόσο ἀγώνα ἔκανε αὐτός νά μήν ἁμαρτήσει, ἀλλά τελικά ἔπεσε; Καί ποῦ ξέρεις ἄν χύνει δάκρυα γιά ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτό; Κι ἐσύ εἶδες τήν ἁμαρ­τία, ἀλλά δέν εἶδες τή μετάνοια. Νά λέω ὄχι στήν περιέργεια. Ἡ περιέργεια μαζεύει πολύ ὑλικό γιά κατάκριση καί δυσκολεύει πολύ τόν ἀγώνα μας. Εὐτυχισμένος καί εἰρηνικός εἶναι ἐκεῖνος πού δέν περιεργάζεται τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Χωρίς αὐτό νά σημαίνει ἀδιαφορία ἤ παραίτηση ἀπό τήν εὐθύνη πού ἔχω νά τούς βοηθήσω νά γνωρίσουν τό Θεό.

ü Νά κοιτάζω τά δικά μου ἐλαττώματα. Λένε οἱ ἅγιοι: «Γιατί δέν κατακρίνουμε καλύτερα τούς ἑαυτούς μας καί τά ἐλαττώματά μας, πού τά ξέρουμε πολύ καλά καί γιά τά ὁποῖα θά δώσουμε λόγο;… Τί ζητᾶμε ἀπό τόν πλησίον; Τί θέλουμε ἀπό ξένο φορτίο (τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων); Ἔχουμε τί νά φροντίσουμε, ἀδελφοί: ὁ καθένας ἄς προσέχει, ἄς ἔχει τό νοῦ του στόν ἑαυτό του καί στίς ἁμαρτίες του»Τέλος εἶναι βοηθητικό νά θυμόμαστε μιά πολύ γενναιόδωρη ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ: Ὅποιος δέν κατακρίνει, ἐπειδή ἔχει ἀγάπη, πάει στόν παράδεισο! Διότι μέ ὅποιο μέτρο κρίνετε τούς συναν­θρώπους σας, λέει ὁ Κύριος, μέ τό ἴδιο μέτρο θά σᾶς κρίνει καί ὁ Θεός. Τούς κρίνετε αὐστη­ρά; Θά κρίνει κι ἐσᾶς αὐστηρά. Τούς κρίνετε μέ ἐπιείκεια; Θά κριθεῖτε μέ ἐπιείκεια. «Μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε· μὴ καταδικάζετε, καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆτε· ἀπολύετε, καὶ ἀπο­λυ­­­θήσεσθε» (Ματθ. ζ’ 1-2, Λουκ. Ϛ’ 37). Ἄς δείξουμε λοιπόν ἔλεος στούς ἄλλους, γιά νά βροῦμε ἔλεος ἀπό τόν Θεό. Μάλιστα, ὅσο προσέχουμε τόν ἑαυτό μας, τόσο θά διαπιστώ­νουμε πόσο ἁμαρτωλοί καί ἀδύναμοι εἴμαστε καί ἱκανοί, ἄν ὁ Θεός ἀποσύρει τή χάρη Του ἀπό πάνω μας, νά πέσουμε σέ κάθε ἁμαρτία· πόσο ταλαιπωρεῖται κανείς ἀπό τήν ἁμαρτία καί πόσο δύσκολα ἐλευθερώνεται ἀπ᾿ αὐτήν. Καί τόσο πιό ἐπιεικεῖς θά εἴμαστε μέ τούς ἄλλους.

-Μιά ἀπορία: Τί κάνω στίς περιπτώσεις πού εἶναι ἀληθινά ὅσα ἄσχημα βλέπω στόν ἄλλον, (π.χ. ἔβρισε, θύμωσε…).

Χωρίς νά τόν καταδικάζω μέσα μου καί νά σχολιάζω τή ζωή του μέ ἄλλους

  • προσεύχομαι πολύ νά τόν ἀπαλλάξει ὁ Θεός.
  • προσπαθῶ, ἐφόσον μοῦ δίνει τό δικαίωμα (εἶναι φίλος μου, συνομαδόπουλο), νά τόν συμβουλέψω ταπεινά γι᾿ αὐτό πού εἶδα.
  • ἐάν δέν θέλει τή διόρθωση, κρατῶ ἀποστάσεις ἀσφαλείας καί προσοχῆς, π.χ. ἕνας φίλος μου κάπνισε· δέν ἀδιαφορῶ οὔτε τόν κατακρίνω, ἀλλά οὔτε καί τόν μιμοῦ­μαι. Ἤ, ἄν ἕνα παιδί βρίζει, εἶναι βίαιο καί γενικά ζεῖ κοσμική ζωή, τότε ὡς χριστιανός νέος πού θέλω νά σώσω τήν ψυχή μου, θά κρίνω, θά ζυγίσω ἀπό τή συμπεριφορά του ὅτι δέν πρέπει νά τόν ἔχω φίλο, διότι θά ἐπηρεαστῶ καί θά βλαβῶ ψυχικά. (Προσοχή! Δέν κατακρίνω, διότι πολλές φορές ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά πέσω σέ ὅ,τι κατέκρινα). 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ἄρα, παιδιά, τί θά ἐπιλέξουμε; (…)

Ἐπιλέγω τήν ἀγάπη, ἀρνοῦμαι τήν κατάκριση:

  • γιά νά μήν ἀδικήσω τούς ἄλλους
  • γιά νά μήν ἀδικήσω τόν ἑαυτό μου, γιά νά ἔχω τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά βασιλεύει στήν καρδιά μου καί νά πλουτίζω συνεχῶς μέ τή χάρη Του.

Καί παράλληλα μέ τόν ἀγώνα μου νά μήν κατακρίνω, ἑνώνω τή φωνή μου μέ τόν ὅσιο Ἐφραίμ καί προσεύχομαι: Κύριε, ὅλα τῆς χάριτός Σου εἶναι. Δῶσ᾿ μου αὐτό τό δῶρο: Ἄνοιξέ μου τά μάτια τῆς ψυχῆς νά βλέπω τίς δικές μου ἁμαρτίες καί ὄχι τῶν ἀδελφῶν μου. Ἀμήν.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ναί, Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου…».

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά (Εἰσαγωγή - Κείμενο - Μετάφραση - Σχόλια - Πίνακες), ἐκδ. «Ἑτοιμασία», Ἱ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 20006, Διδασκαλία Ϛ’: Περὶ τοῦ μὴ κρίνειν τὸν πλησίον, σελ. 186-202.

2. Ματθοπούλου Εὐσεβίου Ἀρχιμ., Ὁ Προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, Κεφ. ΙΔ’: Εἰδικὰ πνευματικὰ ὅπλα, § 221: Κατὰ τῆς κατακρίσεως, σελ. 247-250.

3. Κοκάλη Ἀβραάμ, Ὁ εὐκολότερος δρόμος γιά τόν παράδεισο (Νά μήν κατακρίνουμε).


[2] Ὁσίου Δωροθέου, Διδασκαλία Ϛ’: Περὶ τοῦ μὴ κρίνειν τὸν πλησίον, § 72, σελ. 190.