Η δασκάλα

Η δασκάλα! (Φθάνουν πια τα λόγια)!

Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της, την Ε” δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η νέα Δασκάλα του σχολείου, η κυρία Τζοβάνα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο. Ότι όλοι τους ήταν καλά παιδιά. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ένα παιδί ήταν διαφορετικό και της προξενούσε απέχθεια.

Κάπου στο βάθος, μόνο του, με χαμηλωμένο το κεφάλι ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μανούσος. Ο Μανούσος δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Ήταν παραμελημένος, με τσαλακωμένα πάντα ρούχα. Ανέδιδε διάφορες οσμές, σημάδι ότι χρειαζόταν μπάνιο. Δεν μιλούσε ποτέ, δεν απαντούσε στις ερωτήσεις. Η πρώτη σκέψη της Δασκάλας ήταν «Τι μπελάς μου φορτώθηκε φέτος. Αυτό το χαζό παιδί μου χαλάει την αρμονία της τάξης. Τι μου το φέρανε εδώ; Άντε τώρα, εγώ πρέπει να κανονίζω να πάει σε κανένα ίδρυμα.»
Φερόταν όσο μπορούσε καλύτερα στο Μανούσο, επιστρατεύοντας το ψεύτικο χαμόγελο και την υπομονή της. Αλλά αυτός ποτέ δεν μιλούσε. Η Τζοβάνα το αποφάσισε, δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο. Ο Μανούσος έπρεπε να φύγει από τη τάξη της. Με αυτό το σκοπό λοιπόν, θα έπρεπε να συντάξει τα απαραίτητα έγγραφα για το μπελά που την βρήκε, για να καλέσει την κοινωνική υπηρεσία να τον πάνε κάπου αλλού. Μία συγκεκριμένη παράγραφος της αναφοράς ζητούσε το ιστορικό του μαθητή. «Ω Θεέ μου, πρέπει να κοιτάξω και τον ατομικό φάκελο και όλα τα χαρτιά αυτού του χαζού. Αυτό σημαίνει ότι ένα απόγευμα πρέπει να το χαραμίσω για αυτόν. Τι να κάνω, αφού είναι για το καλό της τάξης και τη δική μου ψυχική ηρεμία θα πρέπει να το κάνω.»
Ένα απόγευμα λοιπόν αποφάσισε να κάνει αυτή την αγγαρεία. Σε ένα σκονισμένο αρχείο, μπόρεσε και βρήκε την πρώτη αναφορά. Η δασκάλα της Α” δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος είναι ένα φωτεινό παιδί, πανέξυπνο, με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους. Είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Με περιέργεια έψαχνε να βρει τη δεύτερη αναφορά. Σε μία ντουλάπα βρέθηκε. Η δασκάλα της Β” δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του, που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
Με αγωνία έψαχνε τη τρίτη αναφορά. Θα υπήρχε άραγε; Σε ένα άσχετο φάκελο, τελικά βρέθηκε. Η δασκάλα της Γ” δημοτικού έγραφε: «Η μητέρα του δεν έχει επαφή με τη πραγματικότητα εδώ και μήνες στο νοσοκομείο, ο πατέρας του είναι χαμένος, ο Μανούσος ώρες – ώρες κοιτάζει απόμακρα το ταβάνι και δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον να κάνει τις σχολικές του εργασίες όπως και παλαιότερα. Του φέρομαι με επιείκεια και προσπαθώ να μην τον ζορίζω».
Η Τζοβάνα έψαχνε σε όλο το αρχείο για τη τέταρτη αναφορά, πέταγε τους φακέλους στο πάτωμα, δεν την ενδιέφερε πια να κρατήσει καμία ταξινόμηση σε αυτό το άθλιο αρχείο. Κάπου τελικά σε αυτό το χάος βρέθηκε και η τέταρτη αναφορά. Η δασκάλα της Δ” δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος έχασε τη μητέρα του και ο πατέρας του πίνει. Ο Μανούσος έκλαιγε συχνά και έλεγε: «Που είναι η μανούλα μου; Που είναι η μανούλα μου;» συνεχώς. Του εξηγήθηκε πως έχει η κατάσταση αλλά δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει. Δεν δείχνει πια ενδιαφέρον για το σχολείο.»
Η κυρία Τζοβάνα τακτοποίησε όπως-όπως (δηλαδή όπως ακριβώς το βρήκε) το ανάστατο αρχείο και πήγε σπίτι της. Έσκισε τα χαρτιά αποπομπής του Μανούσου που ετοίμαζε. Εκείνο το βράδυ αισθανόταν περισσότερο ζωντανή από ότι συνήθως, αλλά και πολύ μα πολύ πιο μόνη. Αναρωτήθηκε τι αληθινή χρησιμότητα είχε το να μαθαίνει γραφή, ανάγνωση και αριθμητική στα παιδιά.
Την επόμενη μέρα, στο διάλλειμα, όλα τα παιδιά βγήκαν για να παίξουν. Όλα εκτός από το διαφορετικό παιδί. «Μανούσο, του είπε, η μανούλα σου πήγε στον ουρανό, αλλά αν σου λείπει, μπορείς να θεωρείς εμένα σαν μανούλα σου από εδώ και πέρα.» Αγκάλιασε με δύναμη το παιδί. Ο Μανούσος δεν είπε τίποτα. Από εκείνη τη μέρα η κυρία Τζοβάνα συνειδητά, δεν αγαπούσε το ίδιο όλα τα παιδιά της τάξης της. Ένα από τα παιδιά το αγαπούσε περισσότερο, το θεωρούσε πια δικό της και δεν έχανε ευκαιρία να το δείξει. Του μιλούσε πια όπως ακριβώς και στα υπόλοιπα, το κράταγε μία ώρα παραπάνω για να του μαθαίνει νέα πράγματα, του αγόραζε πράγματα, το πήγαινε με τα πόδια μέχρι το σπίτι του, του έκανε μπάνιο, του σιδέρωνε τα ρούχα σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας έλειπε, και οι γειτόνισσες πότε η μια, πότε η άλλη φέρναν φαγητό.
Σιγά-σιγά το παιδί αντιδρούσε και ξαναγινόταν ομιλητικό και ζωντανό. Ενδιαφερόταν και πάλι για τα μαθήματά του. Στο τέλος της χρονιάς ήταν έθιμο οι γονείς των παιδιών να δίνουν ένα δώρο στη Δασκάλα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, και η Δασκάλα τα άνοιγε με ευχαρίστηση και όλα τα παιδιά χειροκροτούσανε για το κάθε δώρο, το οποίο το κάθε ένα συναγωνιζότανε το άλλο. Αφού τελείωσε η γιορτή, η κυρία Τζοβάνα πήγε το Μανούσο στο σπίτι για τελευταία φορά. Ένας θείος του θα τον έπαιρνε μακριά, για πάντα.
Η κυρία Τζοβάνα φίλησε το Μανούσο για τελευταία φορά. Το παιδί, δειλά, της έδωσε κάτι που είχε τυλιγμένο σε μία χαρτοσακούλα του μανάβη. Ακολούθησαν οι αποχαιρετισμοί και οι ευχαριστίες των συγγενών. Η κυρία Τζοβάνα θυμήθηκε το πακετάκι μόνο αφού έφτασε σπίτι της. Το άνοιξε και βρήκε μέσα ένα βραχιόλι, τίποτα ιδιαίτερο, ένα φτηνό χιλιοφορεμένο βραχιόλι που λείπανε μερικές χάντρες του και ένα χρησιμοποιημένο (είχε λιγότερο από το μισό) μπουκαλάκι παλιομοδίτικο άρωμα. Και μία καρτούλα ζωγραφισμένη. Ήταν η παιδική ζωγραφιά μιας δασκάλας, που η κυρία Τζοβάνα αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά της και μία επιγραφή: «Η μανούλα μου».
Από τότε κάθε χρόνο, στο τέλος της χρονιάς, η κυρία Τζοβάνα λάμβανε μία κάρτα από το Μανούσο. Κάποιες φορές με φωτογραφία, με τα νέα του να της λέει τους βαθμούς του στο Λύκειο, στο Πανεπιστήμιο. Άλλες φορές νέα από τα ταξίδια του, και δώρα, γιατί πια ο Μανούσος είχε γίνει ένας σπουδαίος επιστήμονας.
Μία χρονιά όμως, το γράμμα ήταν διαφορετικό. Ήταν προσκλητήριο γάμου και αεροπορικά εισιτήρια για έναν μακρινό προορισμό στο εξωτερικό. Η κυρία Τζοβάνα μεγάλη πια έφτασε στη πολυτελή δεξίωση του γάμου. Ο σερβιτόρος που ήταν στην είσοδο, της έκανε ιδιαίτερες φιλοφρονήσεις. «Oh, Welcome Mrs. Johanna» και την οδήγησε στο πιο ξεχωριστό τραπέζι. Η κυρία Τζοβάνα ένιωσε κάπως άβολα εκεί. Δεν είχε και κανέναν γνωστό να μιλήσει.
Κάποια στιγμή μπήκε ο γαμπρός με μία επίσημη ενδυμασία. Ήταν φανερό ότι ο Μανούσος ήταν πια ένα σημαίνον πρόσωπο της κοινωνίας εκεί. Από όλους τους ανθρώπους που τον περιτριγύριζαν αυτός ξεχώρισε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο την κ. Τζοβάνα. Την αποκάλεσε με σεβασμό μητέρα και την έπιασε αγκαζέ για να προχωρήσουν για τη τελετή.
«Εσύ ήσουν η πιο ξεχωριστή μου δασκάλα, γιατί με έκανες ικανό να γίνω ένας καλός μαθητής»
– «Εσύ ήσουν ο πιο ξεχωριστός μου μαθητής, γιατί με έκανες να γίνω δασκάλα» του απάντησε η δασκάλα που φορούσε ένα χιλιοφορεμένο φτηνό βραχιόλι και ένα ξεχασμένο πια, παλιομοδίτικο άρωμα.

ΤΟ ΑΛΛΟ ΤΗΣ ΜΑΤΙ…

Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι…Ντρεπόταν γι” αυτήν κι ώρες ώρες την μισούσε.
Η δουλειά τnς ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τούς φοιτητές και τούς καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τούς… .

Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με… ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα, κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τούς προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα…

Μα από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα τnς μητέρας του.Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γειά. Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένoς. «Πώς μπόρεσε να του το κάνει αυτό»;… αναρωτιόταν… Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!.. Ήθελε να πεθάνει. Ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!». Αυτή δεν του απάντησε… «Δεν μ” ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε αργότερα σ” ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές… και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει… δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;…».

Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του! Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιoς της ζήτησε, η μητέρα του πήγε να τον επισκεφθεί. Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Mόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει. Τότε της φώναξε: «πώς τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!». Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους…

Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε…

Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι πού μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια… Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι” αυτόν:

 «Αγαπημένε μου γιε, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν, αν δεν με προφτάσεις.

Στεναχωριέμαι πού σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα, όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις… όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη πού ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι.,. Έχεις πάντα όλη την αγάπη μου.
Η μητέρα σου»

« Όσιος Νικάνωρ»

Ο μπαρμπα-Θεόδωρος ο ανεξομολόγητος

 

Ο μπαρμπα-Θεόδωρος ζούσε σ’ ένα χωριό του Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν περίπου 52 ετών και δεν είχε ποτέ εξομολογηθεί. Πήγαινε όμως στην Εκκλησία και είχε καλή προαίρεση.

Κάποτε, όταν βρέθηκε στον Αστακό, (κωμόπολη) για μία υπόθεση του, πήγε στον Ι. Ναό του αγίου Νικολάου, βρήκε τον εφημέριο π. Ιερόθεο, που ήταν και Πνευματικός, και εξωμολογήθηκε. Έκανε μια τυπική εξομολόγηση και τις βαρειές αμαρτίες δεν τις είπε. Εκείνος για να τον στηρίξει στην μετάνοια, του συνέστησε να επισκεφθεί την ιερά Μονή του αγίου Γερασίμου στην Κεφαλληνία που πανηγυρίζει το καλοκαίρι στις 16 Αυγούστου.

Πράγματι, ο αείμνηστος μπαρμπα-Θεόδωρος, μετέβη με άλλους προσκυνητές στο μοναστήρι του αγίου Γερασίμου στις 15 Αυγούστου. Το απόγευμα της 15ης Αυγούστου μεταφέρουν την τιμία Λάρνακα του αγίου Γερασίμου στον μεγάλο ναό για την τελετή της πανηγύρεως. Κατά την μεταφορά η Λάρνακα του Αγίου περνά πάνω από αρρώστους, κυρίως δαιμονισμένους και την συνοδεύει ο Αρχιερεύς της περιοχής, περιστοιχούμενος από πλειάδα ιερέων της νήσου Κεφαλλονιάς. Βρέθηκε λοιπόν και ο μπαρμπα-Θεόδωρος εκεί κοντά, σαν τον Ζακχαίο, παρακολουθώντας την τελετή της μεταφοράς της τίμιας Λάρνακας του Αγίου.

Τότε λοιπόν ξεπετάχτηκε ένας δαιμονισμένος και άρχισε να λέγει: «Θόδωρε, τί θέλεις εσύ εδώ; Ήλθε και ο Θόδωρος στον Καψάλη!» (Έτσι αποκαλεί τον άγιο Γεράσιμο ο διάβολος). Μετά απευθυνόμενος σ’ έναν άλλο δαιμονισμένο του λέγει: «Θωμά, ακούς; Ήλθε και ο Θόδωρος στον Καψάλη! Δος του χαβαδάκι!». Άρχισαν, λοιπόν, να του φωνάζουν υπενθυμίζοντας και αμαρτίες, τις οποίες δεν είχε εξομολογηθεί και οι οποίες ήταν θανάσιμες, ενώ αυτός ένιωθε καταντροπιασμένος.

Ακούοντας όλα αυτά ο μπαρμπα-Θεόδωρος, έντρομος έτρεξε μπροστά στην τιμία Λάρνακα και απευθυνόμενος στον αείμνηστο Αρχιερέα π. Ιερόθεο Βουή, του λέγει: «Τρελλαίνομαι, θέλω Πνευματικό να εξομολογηθώ τώρα». Τότε ο αείμνηστος Αρχιερεύς σταμάτησε την πομπή, δέχθηκε με στοργή τον μπαρμπα-Θεόδωρο και ανέθεσε σ’ ένα Πνευματικό να τον εξομολογήσει κατ’ ιδίαν μέσα στον μικρό Ι. Ναό, ενώ η πομπή συνέχισε την πορεία της. Μετά οι δαιμονισμένοι δεν μπορούσαν πλέον να του πουν τίποτε, γιατί είχαν σβηστή οι αμαρτίες του με την καλή εξομολόγηση.

Αυτά τα διηγήθηκε αυτούσια ο αείμνηστος μπαρμπα-Θεόδωρος, ο οποίος από τότε άλλαξε ριζικά την ζωή του, ζώντας με συνεχή μετάνοια και τηρώντας με φόβο Θεού τις εντολές του Χριστού. Έφτασε σε ηλικία 95 ετών και απεβίωσε εν ειρήνη και μετανοία την 23η Απριλίου 2000. Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.

Πρώτη μου φορά μίλησα στην Παναγία!

Ἔδειχνε κουρασμένη ἡ κυρία Στέλλα. Τρεῖς μῆνες στὸἴδιο κρεβάτι τοῦ δίκλινου θαλάμου τοῦ μεγάλου Νοσοκομείου. Ἂν εἶχε στόμα νὰ μιλήσει τὸ κρεβάτι της, δὲν θά ’φταναν ὧρες νὰ διηγεῖται τοὺς πόνους καὶ τὰ βογγητά της…

–Ἄχ, Θέ μου, πότε θὰ πάρω κι ἐγὼ τὸἐξιτήριο νὰ πάω στὸ σπιτάκι μου, στοὺς δικούς μου! Ὅσες ἄρρωστες ἦρθαν στὸ διπλανὸ κρεβάτι δὲν ἔμειναν πάνω ἀπὸ μιὰ βδομάδα, κι ἐγὼ κλείνω σήμερα ἐδῶ μέσα τρεῖς μῆνες! Σχώρα με, Θέ μου, δὲ γογγύζω, μὰ κουράστηκα. Γι’ αὐτὸ τὰ λέω σὲ σένα ποὺ σὲ νιώθω πατέρα μου στοργικό.


Πρὶν ἀποσώσει καλά – καλὰ τὶς σκέψεις της, φέρνουν μ’ ἕνα φορεῖο στὸ θάλαμο μιὰ φρεσκοχειρουργημένη νεαρὴ κοπέλα, ποὺ τὴν συνόδευε ἕνας νεαρός. Καὶ οἱ δυό τους εἶναι κατατρυπημένοι μὲ σκουλαρίκια καὶ γεμάτοι μὲἀνατριχια­στικὰ τατουάζ. Ἀπὸὅ,τι δείχνουν φαίνεται ἀρκετὰ δύσκολο νὰἐπικοινωνήσει κανεὶς μαζί τους.

Τὸ πρῶτο εἰκοσιτετράωρο ἦταν πολὺ δύσκολο γιὰ τὴ νέα. Οἱ συνοδοὶ τῆς κυρίας Στέλλας πολὺ διακριτικὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν βοηθήσουν σὲ κάθε της ἀνάγκη.

Τὸ δεύτερο βράδυ ὁἄπειρος καὶ κατάκοπος νεαρὸς συνοδός της βγῆκε ἀπὸ τὸν θάλαμο νὰ ξεκουραστεῖ, μὰἄργησε πολὺ νὰἐπιστρέψει. Τότε ἡ­ ­κοπέλα, ἡ Ναταλία, ξέσπασε. ­Ἐκνευρίστηκε κι ἄρ­χισε νὰ μονολογεῖ μὲἀναφιλητά:

–Εἶ­μαι μόνη! Εἶμαι δυστυχισμένη! Δὲν μὲ νοιάζεται κανείς! Τί τὴν θέλω τέτοια ζωή; Φο­βᾶμαι! Δὲν θέλω νὰ ζήσω! Καλύτερα νὰ πεθάνω! Δὲν μπορῶ νὰ ζήσω!

Κάποια στιγμὴ κουράστηκε καὶἡσύχασε ἀναστενάζοντας ποῦ καὶ ποῦ βαριά.

Ἡἀποκλειστικὴ νοσηλεύτρια τῆς Στέλλας πλησίασε προσεκτικὰ τὴν κοπέλα καὶ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι. Ἡ κυρία Στέλλα, ποὺ τὴν ἄκουγε δακρυσμένη καὶ προσ­ευ­χόταν, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ τῆς εἶ­­­­­πε ἁπαλά:

–Ναταλία μου, εἶμαι μάνα καὶ πονάω μαζί σου. Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰὑ­­­­ποφέρεις, παιδί μου. Κάνε λίγη ὑπομονή, σὲ παρακαλῶ. Θὰ περάσουν τὰ δύσ­κολα! Θέλεις νὰ μ’ ἀκούσεις; Μπορεῖς;

Ἡ Ναταλία αἰφνιδιασμένη κάρφωσε τὰὀργισμένα μάτια της στὴν ἄλλη ἄρρωστη καὶ περίμενε…

–Ἐσύ, Ναταλία μου, φαίνεσαι δυναμι­κὸς ἄνθρωπος. Καὶ ξέρεις… οἱ ­δυνατοὶ μὲ τὶς δυσκολίες γίνονται δυνατότεροι. Ἔ­­­­­­­­­­χεις μέσα σου πολλὲς ­ἀνεξερεύνητες δυνάμεις. Ἀνακάλυψέ τες καὶ βγάλε ὠ­­­­φέλεια ἀπὸ τὴ μεγάλη δυσκολία σου στὴν ὁποία βρίσκεσαι τώρα. Μὴν ἀφήνεις ἀνεκμετάλλευτη αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Μὴν ἀφήνεσαι, παιδί μου. Ἐσὺ θὰ βοηθήσεις τὸν ἑαυτό σου. Μπορεῖς!…

Ὅση ὥρα μιλοῦσε ἡ Στέλλα, ὁ θυμὸς ὑποχωροῦσε ἀπὸ τὴ Ναταλία καὶἠρεμοῦσε τὸ πρόσωπό της. Ζήτησε μάλιστα ἀπὸ τὴν Ἀποκλειστικὴ νὰ τῆς ἀνασηκώσει τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ βλέπει καλύτερα τὴ Στέλλα. Καὶἡ Στέλλα, ξεθαρρεύοντας περισσότερο, συνέχισε:
–Ἂν δὲν σὲ κούρασα, παιδί μου, ἐπίτρεψέ μου νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἀκόμη. Δὲν εἶσαι μόνη! Οἱἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ νιώθουμε μόνοι, ἐκτὸς βέβαια ἐὰν ἐπιλέγουμε νὰ εἴμαστε μόνοι. Οἱἄνθρωποι ἔχουμε Πατέρα τὸν πανάγαθο καὶ παν­τοδύναμο Θεό. Ἔχουμε Μητέρα γλυκύτατη τὴν Παναγία μας. Ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης.

Τόσες καὶ τόσες θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις αὐτῆς τῆς ἀγάπης γίνονται γνωστὲς καθημερινὰ καὶ γεμίζουν φῶς καὶἐλπίδα τὸν κόσμο. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις, Ναταλία μου, πῆγα στὸν ἄλλο κόσμο καὶ γύρισα. Δὲν θὰ ζοῦσα τώρα. Ἡἀγάπη ὅμως τῆς Παναγίας, τὴν ὁποία παρακάλεσαν γιὰ μένα πολλοὶ γνωστοί μου, μὲἔσωσε. Οἱἄρρωστοι βλέπουν συνέχεια ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο αὐτὸ τὴν Παναγία μας νὰ θαυματουργεῖ. Νὰ μιλᾶς καὶ σὺ μὲ τὴν Παναγία, νὰ τῆς λὲς ὅλα τὰ προβλήματά σου. Θὰ σ’ ἀκούει μὲ στοργή.

Ἡ Ναταλία τὴν ἄκουγε σιωπηλὴ μὲὀρ­θάνοιχτα μάτια. Ἕνας νέος ψυχικὸς κόσμος, ἄγνωστος ὣς τότε, γεννήθηκε μέ­σα της.

Τὸ πρωὶ μὲ τὸἐξιτήριο στὸ χέρι ὁ συν­οδὸς τῆς Ναταλίας, χαρούμενος διότι ἔ­­­φευγαν καὶ προπάντων διότι τὴν ἔβλεπε ἤρεμη, στάθηκε μαζί της κι αὐτὸς δίπλα στὸ κρεβάτι τῆς κυρίας Στέλλας κι ἄκουγε τὴ Ναταλία:

–Ἀπόψε, κυρία Στέλλα, ἔζησα μαγικά! Ἀσχολήθηκες μαζί μου. Μοῦ εἶπες ὅτι ἔχω ἀξία καὶ δύναμη. Μοῦἔδειξες ἀγάπη. Μοῦ γνώρισες τὴν Παναγία. Ὅλη τὴ νύχτα μιλοῦσα μαζί της. Πρώτη μου φορὰ μίλησα στὴν Παναγία. Ξαλάφρωσα. Ξέρετε, δὲν ἔχουμε γονεῖς. Μεγαλώσαμε σὲὈρφανοτροφεῖο. Δράμα ἡ ζωή. Ἐγὼ ποτέ μου δὲν πήγαινα στὴν ἐκκλησία. Τώρα βλέπω δρόμο μὲ φῶς. Τὴ νύχτα ἡἈποκλειστικὴ μοῦ εἶπε καὶ γιὰ τὸν καλὸἱερέα ποὺὑπάρχει ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο καὶ μὲ παρακίνησε νὰἐξομολογηθῶ. Θὰ γίνει κι αὐτό, σᾶς τὸὑπόσχομαι. Τὸ τηλέφωνό μου τὸἔχει ἡἈποκλειστική. Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ γιὰὅ,τι κάνατε γιὰ μένα, κυρία Στέλλα, πρόσθεσε δακρυσμένη.

–Εὐχαριστοῦμε πολύ, συμπλήρωσε σο­­βαρὰ κι ὁ νεαρὸς κι ἔφυγαν κι οἱ δυό τους ἤρεμοι.

Συγκινημένη ἡ κυρία Στέλλα μονολογεῖ στὴν ἡσυχία τοῦ θαλάμου της: «Ἂν ἔ­­­­φευγα νωρίτερα, πάνσοφε Κύριε, δὲν θὰἔνιωθα τὴν ἀγαλλίαση ποὺ πλημμυρίζει τώρα τὴν καρδιά μου. ­Δοξασμένο τὸἅγιο ὄνομά Σου. Φώτισε καὶ ­ὁδήγησε στὸ δρόμο Σου κι αὐτὰ τὰ παιδιά Σου. Θὰ κάνω κι ἐγὼ γι’ αὐτὰὅ,τι μπορῶ γιὰ νὰ Σὲ γνωρίσουν καλύτερα. Ἀνοίγει ὡ­­­ραῖος ἀγώνας ἐμπρός μου. Μὲ ­εὐχαριστεῖ πολὺ αὐτὸς ὁἱερὸς ἀγώνας γιὰ τὴν ψυχικὴ ­βοήθεια τῶν ­συνανθρώπων μου. Βοήθησέ με, Πανάγαθε καὶ ­Παντοδύνα­με! Θέλω νὰ γνωρίσουν κι ἄλλοι τὴν ἀγάπη Σου!».

Το όνειρο της πέτρας

Κάποτε, υπήρχε μια μεγάλη πέτρα, στην άκρη του δρόμου, που ένωνε δυο πόλεις. Οι ταξιδιώτες συνήθιζαν να κάθονται επάνω της και να ξεκουράζονται, κάθε φορά που πέρναγαν από εκεί. Η πέτρα ζήλευε τους ανθρώπους που μπορούσαν να μετακινούνται από εδώ και από εκεί, όποτε το ήθελαν και συχνά παραπονιόταν για τη δική της άχαρη ζωή, που την ανάγκαζε να βρίσκεται ακίνητη σε εκείνο το μέρος, χωρίς να κάνει τίποτα.

Εκείνη διψούσε για περιπέτεια, για εμπειρίες. Το μεγάλο όνειρό της ήταν να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Έτσι κι εκείνη την ημέρα, που ένας γυρολόγος κάθισε επάνω της για να ξεκουραστεί, η πέτρα μας ένιωσε ζήλεια για το γυρολόγο, που διέσχιζε όλη τη χώρα, πουλώντας την πραμάτεια του.

Αφού ήπιε νερό και έφαγε λίγο από το ψωμί του, ο γυρολόγος άρχισε να μονολογεί: -Ααχχ!!! Πόσο δύσκολη και κουραστική είναι η ζωή μου! Η οικογένειά μου με χρειάζεται κοντά της κι εγώ, είμαι αναγκασμένος να περιδιαβαίνω όλη τη χώρα, για να πουλώ τις πραμάτειες μου, για να ζω την οικογένειά μου. Περπατώ όλη μέρα, με λίγες στιγμές ξεκούρασης και λίγο ύπνο, για να προλαβαίνω να βρίσκομαι στον προορισμό μου πριν νυχτώσει.

Ο άνθρωπος κοίταξε την πέτρα και χαμογέλασε. -Εσύ, είσαι πολύ τυχερή! Ζεις στο μέρος σου, δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πώς θα τα βγάλεις πέρα, δεν σου λείπει η οικογένειά σου και όλοι οι άνθρωποι σε ευγνωμονούν για το καλό που τους κάνεις! Η πέτρα έμεινε άναυδη! Στράφηκε προς τον άνθρωπο και τον ρώτησε απορημένη:

-Μα τι είναι αυτά που λες; Εγώ είμαι μια ασήμαντη πέτρα! Το μόνο που μπορώ να κάνω σε ολόκληρη τη ζωή μου είναι να ονειρεύομαι. Δεν έχω καμιά άλλη δυνατότητα!

-Αυτή την εντύπωση έχεις για τον εαυτό σου; Της αντιγύρισε ο άνθρωπος. -Μάθε λοιπόν, ότι αυτό που μπορείς να κάνεις εσύ σε όλη τη ζωή σου, δηλαδή να ονειρεύεσαι, οι άνθρωποι δεν το κάνουν πια. Εγκλωβισμένοι μέσα στα προβλήματα και στο μόχθο τους για τη ζωή, έχουν ξεχάσει αυτή την υπέροχη εμπειρία του ονειρέματος. Προφασίστηκαν ότι δεν έχουν χρόνο για αυτό και έχασαν έτσι τη μαγεία της ζωής!

-Θέλεις να σου πω και για ποιο λόγο είσαι ευλογημένη;

-Ναι, ναι, βέβαια, απάντησε όλο έξαψη η πέτρα.

-Εσύ, κάθεσαι εδώ, σε αυτό το μέρος μόνιμα και οι άνθρωποι που έρχονται σε εσένα για να αναπαυτούν, σε γεμίζουν με ένα σωρό ευλογίες και ευχαριστίες που υπάρχεις, ευγνωμονούν το Θεό που φροντίζει για αυτούς. Είσαι η πιο δημοφιλής και αγαπητή παρουσία σε αυτό το δρόμο. Και όσο για το νόημα της ζωής σου, σκέψου το έργο που κάνεις! Αμέτρητοι οι ταξιδιώτες που αναπαύτηκαν επάνω σου, χρόνια και χρόνια!

Η πέτρα παρέμεινε σιωπηλή. Το έργο, οι ταξιδιώτες και η ευγνωμοσύνη τους, η δυστυχία των ανθρώπων να μην ονειρεύονται πια, μα τότε…..

Ο γυρολόγος σηκώθηκε και αφού ευχαρίστησε την πέτρα για την ανάπαυση που του πρόσφερε, τράβηξε το δρόμο του. Η πέτρα έμεινε μόνη. Όμως δεν ήταν πλέον η ίδια πέτρα. Μια ευτυχία την κατέκλυζε. Η ζωή της είχε πια ένα μεγάλο νόημα. Πρόσφερε. Πρόσφερε στους ταξιδιώτες, πρόσφερε στην Ύπαρξη, το δικό της δώρο. Πόσες πολλές ιστορίες ανθρώπων θα είχε να Του πει, όταν θα συναντούσε κάποτε το Θεό της.

Στην άκρη του δρόμου που ένωνε τις δύο πόλεις, μια λαμπερή πέτρα προσκαλούσε τους ταξιδιώτες να ξαποστάσουν. Όλοι τη γνώριζαν και όλοι την ευχαριστούσαν. Και μέρα με τη μέρα η πέτρα γινόταν όλο και πιο λαμπερή.

Της Γεωργίας Χρήστου