Ερμηνεία της εικόνας της μεταμόρφωσης του Κυρίου

Ερμηνεία της εικόνας της Μεταμόρφωσης του Κυρίου


Η εικόνα της Μεταμόρφωσης αποτελεί το κλειδί της ορθόδοξης θεολογίας για τη θέα του Θεού. Το φανερωμένο στους αποστόλους φως ήταν η εκδήλωση της θείας λαμπρότητας, άχρονης και άκτιστης δόξας, μια αναγνώριση των δύο φύσεων του Χριστού, της θεϊκής και της ανθρώπινης. Ταυτόχρονα ήταν μια «προτύπωσις», μια εικόνα της μεταμορφωμένης ανθρώπινης φύσης και θέωσης που χαρίζει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ είναι το αντίστοιχο της Καινής Διαθήκης στην Παλαιά, όπου ο Θεός αποκαλύπτεται στο Μωυσή στο όρος Χωρήβ.

Ήδη απ
τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έχουμε ενδείξεις ότι γιορταζόταν η Μεταμόρφωση του Χριστού, ενώ από το τέλος του 6ου αιώνα θεσπίστηκε ο εορτασμός στις 6 Αυγούστου. Από την ίδια εποχή προέρχονται και τα πρώτα παραδείγματα της εικονογραφικής τέχνης.

Το φως του Μεταμορφωθέντος Χριστού αποτελεί την κύρια έκφραση του ησυχαστικού κινήματος μέσω της θεολογίας των «
συχαστν Πατέρων», κατά τον 14ο αιώνα. Ο αρχηγός τους, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διακήρυξε ότι ο Θεός ονομάζεται «Φς» όχι κατά την ουσία του, αλλά κατά την ενέργειά του, και ότι αυτό το «κτιστο» φως μπορεί να γίνει αισθητό μέσω της προσευχής και εφόσον συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις (καθαρότητα καρδιάς, αδιάλειπτη μνήμη Θεού κ.λπ). Το δόγμα αυτό της Εκκλησίας είχε ως αποτέλεσμα να επέλθουν ορισμένες εικονογραφικές αλλαγές στη σύνθεση, ειδικά στην απόδοση της Δόξας του Χριστού. Έτσι η εικόνα της Μεταμόρφωσης ζωγραφίζεται όχι μόνο σύμφωνα με την περιγραφή του Ευαγγελίου – περιγράφεται απ όλους τους Ευαγγελιστές, Ματθ. 17: 1-9, Μαρκ. 9: 2-13, Λουκ. 9:28-36, με εξαίρεση τον Ιωάννη-, αλλά και σύμφωνα με το πνεύμα του. Ένεκα της βαθιάς δογματικής σημασίας του γεγονότος, το εικονογραφικό θέμα έχει υποστεί ελάχιστες τροποποιήσεις στο διάβα των αιώνων. Η παράσταση αυτή υπήρξε όχι μονο για τους θεολόγους αλλά και για τους τεχνίτες εικονογράφους η αφορμή για να δώσουν εκτεταμένα σχόλια σχετικά με το πως θα έπρεπε να αποδοθεί το άκτιστο φως με υλικά πεπερασμένα μέσα. Πρόκειται για το σημείο όπου συναντιούνται η θεολογία της εικόνας με την ησυχαστική θεολογία και τη θέα του θείου και ακτίστου φωτός.

Στην εικόνα της Μεταμόρφωσης προβάλλεται μια θεληματική αντίθεση, καταπληκτική στον πιο ψηλό βαθμό. Η σύνθεση αντιτάσσει το Χριστό ακινητοποιημένο στην υπέροχη ειρήνη και θεία δόξα που απορρέει από αυτόν, λούζει με θείο μεγαλείο τις μορφές του Μωυσή και του Ηλία που κλίνουν προς τον Κύριο και σχηματίζουν τον τέλειο κύκλο του υπερπέραν, και χαμηλά αντιπαραθέτει το ζωηρό δυναμισμό των αποστόλων - ακόμη εντελώς ανθρώπων – προ της Αποκάλυψης που τους ανατρέπει και τους καταγκρεμίζει.

Ψηλά στο μέσο της εικόνας, πάνω στη μεσαία απ
τις τρεις κορυφές του όρους Θαβώρ της Γαλιλαίας παρουσιάζεται ο Μεταμορφωμένος Χριστός· με το ένα χέρι ευλογεί και με το άλλο κρατεί κλειστό ειλητάριο, όπου αναγράφεται ο Νόμος του. Φοράει λευκό χιτώνα και ιμάτιο και είναι πλημμυρισμένος με φως μέσα στη μετέωρη Δόξα του - αφού το φως είναι το πρώτο ιδίωμα του Θεού (Ψαλ. 27:1, Ησ. 60:19-20 και 42:6) – καθώς ανιστορεί το θαύμα της αποκαλυπτικής θεοφάνειάς του. Ο Μάρκος περιγράφει τη σκηνή ως εξής: «καί μετεμορφώθη μπροσθεν ατν, καί τά μάτια ατογένετο στίλβοντα, λευκά λίαν ς χιών, οα γναφεύς πί γς ο δύναται οτω λευκναι» (9:2-3).

Το άκτιστο φως αποδίδεται στην εικόνα μέσα από συμβολικά σχήματα και χρώματα από τα οποία περιβάλλεται ο Χριστός. Οι δύο ομόκεντροι κύκλοι συμβολίζουν την παρουσία των δύο άλλων προσώπων της Αγίας Τριάδος, ολότητα από σφαίρες του δημιουργημένου σύμπαντος. Ο κύκλος είναι εικονογραφικά το τελειότερο σχήμα και συμβολίζει την αέναη διάρκεια, το θεϊκό. Ο Χριστός – το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος – κατά τη στιγμή της Μεταμόρφωσής του περιβάλλεται από τα εξής τρία σύμβολα του φωτός: τις ακτίνες που σχηματίζουν ένα ελλειψοειδές τετράγωνο, τις χρυσές γραμμές (assisto), το φωτοστέφανο γύρω απ
το κεφάλι του και τη λευκή ενδυμασία. Οι ακτίνες που εκφεύγουν απ το σώμα του υποδηλώνουν τον ήλιο, οι χρυσές γραμμές τη μετάδοση της θείας ζωής, το φωτοστέφανο υπενθυμίζει την ηλιακή σφαίρα, σύμβολο του ιερού και της πνευματικής ενέργειας που ακτινοβολεί, και η λευκότητα των ενδυμάτων την καθαρότητα και αφθαρσία. Θεολογικά, το Θαβώριο αυτό φως κάνει την εικόνα εικονογραφική απόδειξη της θεϊκής ύπαρξης.

Η λαμπρότητα που διακρίνει το Χριστό και τα «λευκά
ς τό φς» (Ματθ. 17: 2) ενδύματά του που έστιλβαν, άστραφταν και αντανακλούσαν μαρμαρυγές θείου μεγαλείου είναι αυτό που τονίζεται σε όλες τις περιγραφές των αποστόλων. Το λευκό σαν σύμβολο του φωτός έχει την ιδιότητα να διαχέεται διασχίζοντας το χώρο· αντιπροσωπεύει έτσι το άχρονο. Δηλώνει την αθωότητα της ψυχής, την αγνότητα, την αγιότητα της ζωής, τη χαρά, την παρθενία, την πίστη και τη δόξα. Σχετικές αναφορές γίνονται και στην Αγία Γραφή: «πλυνες με, καί πέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50:9). Λευκά ενδύματα φοράει και ο νεοβαπτιζόμενος ως ένδειξη της γέννησής του στην αληθινή ζωή. Το λευκό γίνεται πλέον το χρώμα της Αποκάλυψης, της Θεοφάνειας, της χάρης, όπως αναφέρει και ο Ιωάννης « Θεός φς στιν» (Α’ Επιστ. 1:5).

Ο Χριστός εικονίζεται με σταυροφόρο φωτοστέφανο που φέρει στις κεραίες του τα γράμματα «Ο Ω Ν» και σημαίνει «
πάρχων, παρών». Υπενθυμίζει έτσι ότι αυτός είναι η αυθεντική «εκόνα» και ομοούσιος του Πατέρα. Ο Θεός αποκαλύπτεται στο Μωυσή στο όρος Χωρήβ λέγοντάς του: «γώ εμί ο ν» (Εξοδ. 3:14). Αυτό ακριβώς αποτυπώνεται πάνω στο φωτοστέφανο του Χριστού ως ομοούσιου με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Το σχήμα του σταυρού μέσα στο φωτοστέφανο αποδίδει το γεγονός της απολύτρωσης μέσω του Σταυρού.

Μέσα στη θεία του Δόξα ο Χριστός ευλογεί έχοντας στραμμένο το πρόσωπο στο θεατή – προς τον οποίο άλλωστε απευθύνεται. Η χειρονομία ευλογίας με τα δύο δάχτυλα υψωμένα (δείχτης και μεσαίος) και τα τρία άλλα ενωμένα κάνει αναφορά στις δύο φύσεις του, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος αντίστοιχα. Στην κάθοδο απ το Θαβώρ ο Χρστός ευλογεί με διάφορετικό τρόπο· φέρει σε επαφή τον αντίχειρα με τον παράμεσο και έχει υψωμένα τα υπόλοιπα τρία δάχτυλα. Με τον τρόπο αυτό δηλώνονται πάλι οι δύο φύσεις και τρεις υποστάσεις, αλλά ταυτόχρονα με τη θέση τους τα δάχτυλα σχηματίζουν και το ελληνικό μονόγραμμα IC XC, που επιγράφεται ως τίτλος σε όλες τις Ορθόδοξες εικόνες του Χριστού, ακόμα και στη Ρωσία.

Στη «τρίκορφη σύνθεση», όπως περιγράφεται το τοπίο από το Διονύσιο εκ Φουρνά, ο Χριστός πλαισιώνεται από τις όρθιες μορφές του προφήτη Ηλία αριστερά και του Μωυσή που κρατά τις πλάκες με το Νόμο του Θεού δεξιά. Αυτοί παρουσιάζονται ως τα πρότυπα των αποστόλων, γιατί σ
αυτούς έχει αποκαλυφθεί ο Θεός· στο μεν Ηλία στο όρος Κάρμηλος, στο δε Μωυσή στο όρος Σινά. Το βουνό είναι εξάλλου στη χριστιανική παράδοση ο τόπος όπου συναντάται ο ουρανός με τη γη, και η ανάβαση στο βουνό έχει μεταφορική έννοια, καθώς νοείται ως η ανάβαση στις βαθμίδες της αγιότητας. Οι δύο προφήτες - απ τις μεγαλύτερες μορφές της Π. Διαθήκης – φέρονται να συνομιλούν με το Χριστό: «λεγον τήν ξοδον ατον μελλε πληρον ν ερουσαλήμ» (Λουκ. 9:31). Ο Χριστός για να μην παρασύρει τους μαθητές σε πειρασμό με τη σκληρή δοκιμασία του σταυρού, αλλά να τους προετοιμάσει και να τους καταστήσει δυνατούς πνευματικά, εμφανίζεται μέσα στη λάμψη της θείας δόξας του. Ο Μωυσής και ο Ηλίας παρασταίνονται με στερεότερο και περισσότερο γήινο παράστημα απ ότι ο Σωτήρας, και συμβολίζουν αντίστοιχα το Νόμο της Π. Διαθήκης και τους προφήτες· επίσης συμβολίζουν τους νεκρούς (ο Μωυσής) και τους ζωντανούς (ο Ηλίας που μετέστη στον ουρανό πάνω σε ένα πύρινο άρμα). Ο Χριστός τους υπενθυμίζει ότι αυτός είναι εκείνος που έφερε σε επαφή το Νόμο του Μωυσή με τις Παλαιοδιαθηκές ρήσεις των προφητών – που εδώ αντιπροσωπεύονται απ τον Ηλία – και δηλώνει την υπεροχή του απέναντι σ αυτές τις Γραφές μέσω της μαρτυρίας του Πατέρα, «οτός στιν υός μου...».

Σε αντιπαράθεση με τους δύο προφήτες που στέκονται α
κίνητοι οι τρεις απόστολοι κάτω από τα πόδια του Χριστού, έντρομοι με όσα συμβαίνουν, απεικονίζονται πεσμένοι πρηνείς. Τυφλωμένοι από τη Θεοφάνεια, τη θεϊκή ενέργεια, αποδίδονται σε στάσεις έντονης κατάπληξης και διακατέχονται από μεγάλη ταραχή και αναστάτωση, εικονογραφώντας τη μαρτυρία του Ματθαίου: «Καί κούσαντες ο μαθηταί πεσον πί πρόσωπον ατν καί φοβήθησαν σφόδρα» (17:6). Στην Αγία Γραφή έχουμε ακόμα ένα παράδειγμα όπου ο άνθρωπος αδυνατεί να αντικρίσει τη θεϊκή παρουσία: το πρόσωπο του Μωυσή μετά την κάθοδό του από το Σινά ακτνοβολούσε το θείο φως, ώστε ο λαός των Ισραηλιτών δεν μπορούσε να τον αντικρίσει (Έξοδ. 34, 27-37).

Η ενέργεια του φωτός της θεϊκής φύσης του Χριστού μεταμορφώνει σε φως τους αποστόλους που έχουν χάσει κάθε δυνατή ανθρώπινη ισορροπία. Πραγματικά οι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης εκλέγονται για τη ζωντάνια τους ως «
πόπται γενηθέντες τς κείνου μεγαλειότητος… σύν ατντες ν τρει τγί» (Β’ Πετρ. 1:16-18). Ο επιδέξιος τρόπος που αποδίδονται οι στάσεις των αποστόλων με τις τρομαγμένες εκφράσεις τους δημιουργεί μια δραματική εντύπωση σε σύγκριση με την ήρεμη μεγαλοπρέπεια και «άχρονη» στάση των μορφών που απεικονίζονται στο πάνω μέρος της σκηνής. Αν η ακινησία εκφράζει την ειρήνη του Θεού και την υπεράνθρωπη ζωή, η κινητικότητα αντίθετα μαρτυρεί την ατέλεια της πνευματικής ζωής, δηλαδή την αμαρτωλή κατάσταση του ανθρώπου. Άλλωστε η ίδια η έννοια της κίνησης και ταραχής ανήκει στο γήινο κόσμο, την κατώτερη επικράτεια και όχι στην ουράνια πολιτεία.

Οι ύμνοι που ακούγονται στις 6 Αυγούστου, την ημέρα που γιορτάζεται η Μεταμόρφωση τονίζουν ότι η θεϊκή δόξα φανερώνεται στους αποστόλους ανάλογα με τη δυνατότητα και το μέτρο δεκτικότητας του καθενός να τη δεχτεί. Οι στάσεις τους συμβολίζουν τους διαφορετικούς τρόπους που οι άνθρωποι αντιδρούν μπροστά στη θεία αποκάλυψη. Έτσι ο Ιωάννης , ο μικρότερος απ
αυτούς, στη μέση, και ο Ιάκωβος δεξιά με το πράσινο ένδυμα πετιούνται στο έδαφος κρατώντας το πρόσωπό τους, μη μπορώντας να αντικρίσουν τη θεϊκή ακτινοβολία, ενώ ο Πέτρος αριστερά, ο μεγαλύτερος, κρατάει μεν με το αριστερό χέρι το πρόσωπό του, το έχει όμως στραμμένο προς τα επάνω. Ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο αποδίδεται και σεβασμός στο συμβολισμό των ηλικιών. Η «θέα Θεο» θεωρούνταν από τους πιστούς Ιουδαίους και χριστιανούς ως η ήψιστη εμπειρία και αρετή που θα μπορούσε να γνωρίσει ο άνθρωπος: «μφάνισόν μοι σεαυτόν», είπε ο Μωυσής στο Θεό (Εξοδ. 33:18). Η εμπειρία όμως αυτή φαίνεται και σαν κάτι το ακατόρθωτο: «Θεόν οδείς ώρακε πώποτε», γράφει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του (Ιωάν. 1:18). Εδώ στο Θαβώρ οι τρεις μαθητές γίνονται αδιάψευτοι μάρτυρες μιας στιγμιαίας εμφάνισης της θεϊκής δόξης: «θεασάμεθα τήν δόξαν ατο» (Ιωάν. 1:14). Ο λόγος δεν ήταν τυχαίος: παραβρέθηκαν (σύμφωνα με το ιδιόμελο στιχηρό του εσπερινού της εορτής) στο λαμπρό εκείνο γεγονός, «να θεωρήσαντες τά θαυμάσια» του Ιησού «μή δειλιάσωσι τά παθήματα» αυτού αργότερα με τη σταύρωση. Άλλωστε ένας άλλος σκοπός της Μεταμόρφωσης του Χριστού ήταν και η προαγγελία «τς ναστάσεως».

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς λέγει
για τους τρεις μαθητές, μάρτυρες της σκηνής: «Οκον οδέ τό φς κενο ασθητόν, οδέ ορντες ασθητικος πλς φθαλμος, λλά μετασκευασθεσι τ δυνάμει το θείου Πνεύματος» (Migne P.G. 151, 433Β). Πιο κάτω λέει πάλι: Αυτός που θεωρεί το θείο φως, θεωρεί το μυστήριο του Θεού. Αυτό το υπερπηδημένο κατώφλι είναι η «ποστατική ραιότητα», ο θείος Μυσταγωγός, το Άγιο Πνεύμα. Να γιατί ο Μέγας Βασίλειος είπε ότι το φως που έλαμψε στο Θαβώρ κατά τη Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί το προοίμιο της δόξας του κατά τη Δευτέρα Παρουσία.

Όταν ο Πέτρος είδε το Χριστό σε πλήρη δόξα και τους δύο προφήτες να στέκουν πλάι του, πρότεινε: «
πιστάτα, καλόν στιν μς δε εναι· καί ποιήσωμεν σκηνάς τρες, μίαν σοί καί μίαν Μωυσε καί μίαν λί». Καθώς μιλούσε, «...γένετο νεφέλ καί πεσκίασεν ατούς...καί φωνή γένετο κ τς νεφέλης λέγουσα· Οτός στιν Υός μου γαπητός· ατοκούετε» (Λουκ. 9:33-35). Αποκαλύπτεται έτσι ο Πατέρας «ν φων» και το Άγιο Πνεύμα «ν νεφέλ». Ο Πατήρ μαρτυρεί για τη θεία γενεαλογία του Ιησού, για να καταλάβουν αργότερα οι μαθητές ότι το πάθος του ήταν εκούσιο: «Νν δοξάσθη υός τονθρώπου, καί Θεός δοξάσθη ν ατ» (Ιωάν. 13:31). Ταυτόχρονα η Μεταμόρφωση του «ναβαλλομένου τό φς ς μάτιον» Σωτήρα αποκαλύπτει το πρόσωπο του Χριστού, του αγαπημένου και υπερβατικού Υιού, που κατέχει την ίδια δόξα με τον Πατέρα· παράλληλα θυμίζει ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος «κατ εκόνα» Θεού.

Η εικόνα του αγιογράφου του δωδεκαόρτου της μονής Διονυσίου αποτελεί τη μοναδική εικονογραφική παραλλα
γή του θέματος της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Ο τεχνίτης εικονογράφος ακολουθώντας επακριβώς τις ευαγγελικές διηγήσεις συμπεριλαμβάνει στη σύνθεσή του δίπλα στο κεντρικό θέμα τις σκηνές της ανόδου και καθόδου στο όρος Θαβώρ. Αριστερά βλέπουμε το Χριστό να προπορεύεται έχοντας στραμμένο το κεφάλι προς τους τρεις μαθητές και το αριστερό χέρι υψωμένο σε χειρονομία λόγου· στο δεξί χέρι κρατεί το θείο Νόμο. Φαίνεται να προετοιμάζει τους μαθητές για τη μοναδική εμπειρία που πρόκειται βιώσουν. Σκοπός του δεν είναι να τους εκπλήξει με τη Μεταμόρφωσή του, αλλά να τους αποκαλύψει τη θεϊκή του δόξα. Μετά το ουράνιο όραμα κατέρχονται από την άλλη πλευρά του βουνού· οι μαθητές στρέφουν ανήσυχοι το βλέμμα προς τον Κύριό τους που τους καθησυχάζει ευλογώντας τους. Ταυτόχρονα τους λέγει: «Μηδενί επητε τό ραμα, ως ο υός τονθρώπου κ νεκρν ναστ» (Ματθ. 17:9).

Η παραλλαγή αυτή συνηθίζεται ιδιαίτερα σε τοιχογραφίες, αλλά απαντάται κάποτε και σε φορητές εικόνες. Το γεγονός αυτό, να προστίθενται δηλαδή γύρω από μια κεντ
ρική σκηνή διάφορα δευτερεύοντα επεισόδια, έχει στην αγιογραφική τέχνη καθαρά βυζαντινή προέλευση. Το βαθύτερο νόημα αυτής της πράξης απορρέει από τη σκέψη ότι πάνω στη «θεϊκή» επιφάνεια –εικόνα-, το διαρκές και αιώνιο παρόν λαμβάνει ταυτόχρονα χώρα, κάτι που σε μια «κοσμική» επιφάνεια-ζωγραφικός πίνακας- παρουσιάζεται ως μια αλληλουχία γεγονότων.

Στο παρελθόν κάθε αγιογράφος άρχιζε τη «θεία τέχνη» του με την εικόνα της Μεταμόρφωσης. Εδώ η παράδοση πίστευε ότι η σκηνή αγιογραφείται όχι τόσο με τα χρώματα του τεχνίτη, αλλά με το ίδιο το Θαβώριο Φως. Η οδηγός παρουσία του Αγίου Πνεύματος εκδηλώνεται στη φωτεινότητα και λάμψη της όλης σύνθεσης και αφαιρεί κάθε πιθανή κατευθυντική πηγή φωτός.

Το μήνυμα που εκπέμπει στους πιστούς η εικόνα είναι ότι αφού με το βάπτισμα έχουν γίνει μέτοχοι στο μυστήριο της Ανάστασης (που προεικονίζει η Μεταμόρφωση), καλούνται τώρα να μεταμορφώνονται ολοένα και περισσότερο με τη χάρη του Κυρίου (Β’ Κορινθ. 3:18).

Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Καισαριανής, Βύρωνα και Υμηττού