Κατάκριση

Κατάκριση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε»

 

Η κατάκριση είναι γεμάτη από αδικία

 Γέροντα, εύκολα κρίνω και κατακρίνω.

- Η κρίση που έχεις, είναι φυσικά, χάρισμα που σου έδωσε ο Θεός, αλλά την εκμεταλλεύεται το ταγκαλάκι και σε κάνει να κατακρίνεις και να αμαρτάνεις. Γι’ αυτό, μέχρι να εξαγνισθεί η κρίση σου και να έρθει ο θείος φωτισμός, να μη την εμπιστεύεσαι. Όταν κανείς ασχολείται με τους άλλους και τους κρίνη, ενώ ακόμα δεν έχει εξαγνισθή η κρίση του, πέφτει συνέχεια στην κατάκριση.

- Και πώς, Γέροντα, θα εξαγνισθεί η κρίση μου;

- Πρέπει να την λαμπικάρεις. Μπορεί να έχεις καλή διάθεση και μια δύναμη μέσα σου, αλλά πιστεύεις ότι κρίνεις πάντοτε σωστά. Η κρίση σου είναι όμως είναι ανθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε να απαλλαγείς από το ανθρώπινο στοιχείο, να αποκτήσεις ανιδιοτέλεια, για να έρθει ο θείος φωτισμός και να γίνει η κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε η κρίση σου θα είναι σύμφωνη με την δικαιοσύνη του Θεού και όχι με την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Με την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού και όχι με την λογική την ανθρώπινη.

  Μόνον ο Θεός κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αυτός γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων. Εμείς, επειδή δεν ξέρουμε την δίκαιη κρίση του Θεού, κρίνουμε “κατ’ όψιν”, εξωτερικά, και γι’ αυτό πέφτουμε έξω και αδικούμε τον άλλον. Η ανθρώπινη κρίση μας δηλαδή είναι μία μεγάλη αδικία. Είδες τι είπε ο Χριστός: “Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε”.

  Θέλει πολλή προσοχή. Ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα. Πριν από χρόνια σε ένα μοναστήρι στο Άγον Όρος ήταν ένας πολύ ευλαβής διάκος, Κάποτε όμως φόρεσε ρούχα κοσμικά και γύρισε στη πατρίδα του. Τότε πολλοί Πατέρες είπαν διάφορα εναντίον του. Αλλά τι είχε γίνει; Κάποιος του είχε γράψει ότι οι αδελφές του ήταν ακόμα ατακτοποίητες και, επειδή φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πήγε να τις βοηθήση. Έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο και ζούσε πιο  καλογερικά από ό,τι προηγουμένως. Μόλις τακτοποίησε τις αδελφές του, άφησε τη δουλειά του και πήγε πάλι σε μοναστήρι, για να μείνει. Ο ηγούμενος, όταν είδε ότι τα ήξερε όλα, τυπικό, διακονήματα κ.λ.π., τον ρώτησε πού τα ήξερε και εκείνος άνοιξε τη καρδιά του και του τα είπε όλα. Τότε ο ηγούμενος ενημέρωσε τον επίσκοπο και εκείνος τον χειροτόνησε αμέσως ιερέα. Μετά πήγε σε ένα απομακρυσμένο μοναστήρι και εκεί ζούσε πολύ πνευματική ζωή, πολλή άσκηση. Έφθασε σε άγια κατάσταση και βοήθησε πνευματικά πολλούς ανθρώπους. Μερικοί που δεν ξέρουν τι απέγινε μπορεί ακόμη να τον κατακρίνουν.

  Πόσο πρέπει να προσέχουμε την κατάκριση! Πόσο αδικούμε τον πλησίον μας, όταν τον κατακρίνουμε! Αν και στη πραγματικότητα με τη κατάκριση αδικούμε τον εαυτό μας και όχι τους άλλους, διότι μας αποστρέφεται ο Θεός. Τίποτε άλλο δεν αποστρέφεται τόσο πολύ ο Θεός όσο την κατάκριση, γιατί ο Θεός είναι δίκαιος και η κατάκριση είναι γεμάτη από αδικία.

Πώς φθάνουμε στην κατάκριση

- Γέροντα, γιατί πέφτω συχνά στην κατάκριση;

- Επειδή ασχολείσαι πολύ με τους άλλους. Περιεργάζεσαι τις αδελφές και θέλεις από περιέργεια να μαθαίνεις τι κάνει η μια, τι κάνει η άλλη. Έτσι μαζεύεις υλικό, για να έχει το ταγκαλάκι να εργάζεται και να σε ρίχνει στη κατάκριση.

- Γιατί, Γέροντα, ενώ πρώτα δεν έβλεπα τα ελαττώματα των άλλων, τώρα τα βλέπω και κατακρίνω;

- Τώρα βλέπεις τα ελαττώματα των άλλων, γιατί δεν βλέπεις τα δικά σου.

- Από πού προέρχονται, Γέροντα, οι λογισμοί κατακρίσεως;

- Από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας- δηλαδή από την υπερηφάνεια- και από την τάση να δικαιολογούμε τον εαυτό μας.

- Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;

- Έμ, τι έχει; Και έλλειψη αγάπης έχει και αναίδεια έχει. Όταν δεν έχεις αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, οπότε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις. Πάει μετά το ταγκαλάκι και τους βάζει να κάνουν και άλλο σφάλμα. Το βλέπεις εσύ, τους κατακρίνεις πάλι και ύστερα συμπεριφέρεσαι με αναίδεια.

- Μερικές φορές, Γέροντα, με στεναχωρεί η αδελφή με την οποία συνεργάζομαι και την κατακρίνω.

- Πού ξέρεις εσύ με πόσα ταγκαλάκια πολεμάει εκείνη την ώρα η αδελφή; Μπορεί να τη πολεμούσαν πενήντα δαίμονες, για να την ρίξουν, ώστε να σε κάνουν να πεις: «Ά, τέτοια είναι». Ύστερα, όταν δουν ότι την κατέκρινες, θα έρθουν πεντακόσιοι δαίμονες να την ρίξουν πάλι μπροστά σου, για να την κατακρίνεις ακόμα περισσότερο. Μπορεί λ.χ. να της πεις: «Αδελφή, μη βάζεις αυτό το πράγμα εκεί, εδώ είναι η θέση του». Την άλλη μέρα θα την κάνει το ταγκαλάκι να ξεχάσει τι της είπες και να το βάλει πάλι στην ίδια θέση. Θα κάνει και καμιά άλλη αταξία και θα λες με το λογισμό σου: «Μα χθες της είπα να προσέξει και σήμερα το έβαλε πάλι εκεί! Έκανε κι άλλη αταξία!». Οπότε την κατακρίνεις και δεν μπορείς να συγκρατηθείς και να μη μιλήσεις. «Αδελφή, της λες, δεν σου είπα να μην το βάλεις εκεί; Αυτό είναι ακαταστασία. Με έχει σκανδαλίσει η συμπεριφορά σου!». Αυτό ήταν! Ο διάβολος έκανε την δουλειά του. Σε έβαλε να την κατακρίνεις, αλλά και  να ψυχρανθείς μαζί της. Και εκείνη, επειδή δεν ξέρει ότι εσύ ήσουν η αιτία για την απροσεξία της, θα νοιώθει τύψεις που σε σκανδάλισε και θα πέσει σε λύπη. Βλέπετε με τι πονηριά εργάζεται το ταγκαλάκι κι εμείς το ακούμε;

   Γι’ αυτό προσπαθήστε να μην κρίνετε κανέναν. Να κρίνετε μόνον τα ταγκαλάκια που, ενώ ήταν Άγγελοι, κατάντησαν δαίμονες και , αντί να μετανοήσουν, γίνονται πιο πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ο πονηρός δηλαδή παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν παραξενιές και αταξίες, και ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς άλλους ανθρώπους, για να κρίνουν και να κατακρίνουν, και έτσι νικάει και τους μεν και τους δε. Και αυτοί μεν που νικούνται και κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά την ενοχή τους και μετανοούν, ενώ οι άλλοι που κατακρίνουν δικαιώνουν τον εαυτό τους, υπερηφανεύονται και καταλήγουν στην ίδια πτώση με τον πονηρό, την υπερηφάνεια.

 

Με την κατάκριση φεύγει η Χάρις του Θεού

- Όταν, Γέροντα, μου περνάει ένας λογισμός εις βάρος του άλλου, είναι πάντοτε κατάκριση;

- Δεν το καταλαβαίνεις εκείνη την ώρα;

- Μερικές φορές αργό να το καταλάβω.

- Κοίταξε να καταλαβαίνεις το συντομότερο την πτώση σου και να ζητάς συγχώρεση και από την αδελφή την οποία κατέκρινες και από τον Θεό, γιατί αυτό γίνεται εμπόδιο στην προσευχή. Με την κατάκριση φεύγει αμέσως η Χάρις του Θεού και δημιουργείται αμέσως ψυχρότητα στη σχέση σου με τον Θεό. Πώς να κάνεις μετά προσευχή; Η καρδιά γίνεται πάγος μάρμαρο.

Η κατάκριση και η καταλαλιά είναι οι μεγαλύτερες αμαρτίες και απομακρύνουν την Χάρη του Θεού περισσότερο από κάθε άλλο αμάρτημα. «Όπως το νερό σβήνει την φωτιά, λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, έτσι και η κατάκριση σβήνει την Χάρη του Θεού».

- Γέροντα, νυστάζω πολύ στην πρωινή Ακολουθία.

- Μήπως κατέκρινες καμιά αδελφή; Εσύ βλέπεις εξωτερικά τα πράγματα και κατακρίνεις, γι’ αυτό νυστάζεις μετά στην Ακολουθία. Από την στιγμή δηλαδή πού κατακρίνει κανείς και δεν αντιμετωπίζει τα πράγματα πνευματικά, μαζεύονται δέκατα πνευματικά και αποδυναμώνεται. Και όταν αποδυναμωθεί, ή νυστάζει ή έχει αϋπνία.

- Γέροντα συχνά πέφτω στη γαστριμαργία.

- Κοίταξε, εκείνο που πρέπει τώρα να προσέξεις πολύ είναι η κατάκριση. Αν δεν κόψεις την κατάκριση, ούτε από τη γαστριμαργία θα μπορέσεις να απαλλαγείς. Ο άνθρωπος που κατακρίνει, επειδή διώχνει τη Χάρη του Θεού, μένει αβοήθητος και δεν μπορεί να κόψει τα ελαττώματά του. Και αν δεν καταλάβει το σφάλμα του, για να ταπεινωθεί, θα έχει συνέχεια πτώσεις. Αν όμως το καταλάβει και ζητήσει την βοήθεια του Θεού, τότε ξαναέρχεται η Χάρις του Θεού.

 

Όποιος κατακρίνει τους άλλους, πέφτει στα ίδια σφάλματα

- Γέροντα, πώς συμβαίνει, όταν κατακρίνω μια αδελφή για κάποιο σφάλμα της, σε λίγο να κάνω κι εγώ το ίδιο σφάλμα;

- Αν κατακρίνει κανείς τον άλλον για ένα σφάλμα του και δεν καταλάβει την πτώση του, ώστε να μετανοήσει, συνήθως πέφτει στο ίδιο σφάλμα, για να το καταλάβει. Ο Θεός δηλαδή από αγάπη επιτρέπει ο άνθρωπος να αντιγράφει την κατάσταση αυτού  τον οποίο κατέκρινε. Αν πεις λ.χ. ότι κάποιος είναι πλεονέκτης και δεν καταλάβεις ότι κατέκρινες, ο Θεός παίρνει τη Χάρη του και επιτρέπει να πέσεις κι εσύ στη πλεονεξία. Αρχίζεις τότε να μαζεύεις. Μέχρι να καταλάβεις τη πτώση σου και να ζητήσεις συγχώρεση από τον Θεό, θα λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι.

   Για να σε βοηθήσω, θα σου πω κάτι από τον εαυτό μου. Όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου, έμαθα για μια συμμαθήτριά μου από το Δημοτικό ότι είχε παραστρατήσει και έκανε ζημιά κάτω στην Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπόν να τη φωτίσει ο Θεός να ανέβει στο μοναστήρι, για  να της μιλήσω. Είχα ξεχωρίσει και μερικά κομμάτια περί μετανοίας από την Αγία Γραφή και από Πατερικά. Μια μέρα λοιπόν ήρθε με δύο άλλες γυναίκες. Μιλήσαμε και έδειξε ότι κατάλαβε. Στη συνέχεια ερχόταν συχνά με το παιδί της και έφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι για τον ναό. Μια φορά κάποιοι γνωστοί προσκυνητές από τη Κόνιτσα μου λένε: «Πάτερ, αυτή η γυναίκα υποκρίνεται. Εδώ φέρνει κεριά κα λιβάνι και κάτω συνεχίζει με τους αξιωματικούς». Όταν ξαναήρθε, τη βρήκα στην εκκλησία να ασπάζεται τις εικόνες, και της έβαλα τις φωνές: «Φύγε από ‘δώ, της είπα, έχεις βρωμίσει όλη την περιοχή!...». Η καημένη έφυγε κλαίγοντας. Δεν πέρασε πολύ ώρα και αισθάνθηκα μεγάλο σαρκικό πόλεμο. «Τι είναι αυτό; λέω. Ποτέ μου δεν είχα τέτοιον πειρασμό. Τι συμβαίνει;». Δεν μπορούσα να βρω την αιτία. Κάνω προσευχή, τα ίδια. Οπότε παίρνω τον ανήφορο για την Γκαμήλα.«Καλύτερα να με φάνε οι αρκούδες», είπα. Προχώρησα αρκετά μέσα στο βουνό. Ο πειρασμός δεν υποχωρούσε. Βγάζω τότε ένα τσεκουράκι που είχα κρεμασμένο στη μέση μου και δίνω τρεις τσεκουριές στο πόδι μου, μήπως και με τον πόνο φύγει ο πειρασμός. Το παπούτσι γέμισε αίμα, αλλά τίποτε. Σε μια στιγμή ήρθε στο νου μου εκείνη η γυναίκα και τα λόγια που της είχα πει. «Θεέ μου , είπα τότε, εγώ για λίγο έζησα αυτή την κόλαση και δεν μπορώ να την αντέξω, κι αυτή η ταλαίπωρη που ζει συνέχεια αυτήν την κόλαση!... Συγχώρεσέ με που την κατέκρινα». Αμέσως ένοιωσα μια δροσιά θεϊκή και εξαφανίσθηκε ο πόλεμος. Βλέπεις τι κάνει η κατάκριση;

Αν παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων, θα παραβλέψει και ο Θεός τα δικά μας

- Γέροντα, σήμερα στη διαλογή των ελιών κατέκρινα μερικές αδελφές, γιατί έβλεπα ότι δεν έκαναν προσεκτικά τη δουλειά τους.

-Κοίταξε να αφήσεις τις κρίσεις και τις κατακρίσεις, γιατί μετά θα σε κρίνει κι εσένα ο Θεός. Εσύ δεν βάζει καμμιά ελιά λίγο χαλασμένη μαζί με τις άλλες;

- Όχι Γέροντα, προσέχω να μη βάζω.

- Αν μας κάνει τόσο καλό διάλεγμα ο Χριστός στην Κρίση, χαθήκαμε! Ενώ, αν τώρα παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων και δεν τους κατακρίνουμε, θα μπορούμε τότε να πούμε στο Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε με κι εμένα σε καμιά άκρη μέσα στο Παράδεισο!». Θυμάστε τι γράφει το γεροντικό για έναν αμελή μοναχό που σώθηκε γιατί δεν κατέκρινε; Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, ήταν πολύ χαρούμενος και ειρηνικός. Τότε ο Γέροντάς του, για να ωφεληθούν οι Πατέρες που είχαν μαζευτεί από τα γύρω Κελιά, τον ρώτησε: «Αδελφέ, πώς και δεν φοβάσαι τον θάνατο, αφού έζησες με αμέλεια;». Και ο αδελφός του απάντησε: «Είναι αλήθεια ότι έζησα με αμέλεια. Από τότε όμως που έγινα μοναχός προσπάθησα να μην κατακρίνω κανέναν, οπότε τώρα θα πω στον Χριστό: Χριστέ μου, είμαι ένας ταλαίπωρος, αλλά τουλάχιστον την εντολή Σου: ¨Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε¨[8], την τήρησα». « Μακάριος είσαι αδελφέ, του είπε τότε ο Γέροντας, γιατί σώθηκες χωρίς κόπο».

- Γέροντα, μερικοί πνευματικοί άνθρωποι, όταν βλέπουν κάποιον να ζει αμαρτωλά, λένε: «Α, αυτός, έτσι που πάει, είναι για την κόλαση!».

- Αχ, αν οι κοσμικοί άνθρωπο πάνε στη κόλαση από τις καταχρήσεις, οι πνευματικοί άνθρωποι θα πάνε από τις κατακρίσεις... Για κανέναν δεν μπορούμε να πούμε ότι θα πάει στην κόλαση. Ο Θεός δεν ξέρουμε πώς εργάζεται. Τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσός. Κανέναν να μη καταδικάζουμε, γιατί έτσι παίρνουμε την κρίση από τα χέρια του Θεού. Πάμε να γίνουμε Θεοί. Αν μας ρωτήσει ο Χριστός την ημέρα της Κρίσεως, ας πούμε τη γνώμη μας...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Ο αγώνας κατά της κατακρίσεως

Αν στραφούμε στον εαυτό μας, δεν θα κατακρίνουμε

Γέροντα, όταν βλέπω κάποια αταξία στο διακόνημα, κατακρίνω μέσα μου.

- Εσύ, να κοιτάς την ευταξία την δική σου και τις αταξίες των άλλων. Να είσαι αυστηρή με τον εαυτό σου και όχι με τους άλλους. Τι δουλειά έκανες σήμερα;

- Ξεσκόνιζα.

- Ξεσκόνιζες τους άλλους ή τον εαυτό σου;

- Δυστυχώς τους άλλους.

- Κοίταξε, θα αρχίσεις να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου, όταν πάψεις να ασχολείσαι με το τι κάνουν οι άλλοι γύρω σου. Αν ασχολείσαι με τον εαυτό σου και πάψεις να ασχολείσαι με τους άλλους, θα βλέπεις μόνον τα δικά σου σφάλματα και στους άλλους δεν θα βρίσκεις κανένα σφάλμα. Τότε θα απελπιστείς με τη καλή έννοια από τον εαυτό σου και θα κατακρίνεις μόνον τον εαυτό σου. Θα αισθάνεσαι την αμαρτωλότητά σου και θα αγωνίζεσαι να απαλλαγείς από τις αδυναμίες σου. Ύστερα, όταν θα βλέπεις στους άλλους κάποια αδυναμία, θα λες: «Μήπως εγώ ξεπέρασα τις αδυναμίες μου; Πώς λοιπόν έχω τέτοια απαίτηση από τους άλλους;». Γι’ αυτό να μελετάς και να παρακολουθείς συνέχεια τον εαυτό σου, για να αποφεύγεις την κρυφή υπερηφάνεια, και να έχεις αυτομεμψία με διάκριση, για να αποφεύγεις την εσωτερική κατάκριση. Έτσι θα διορθωθείς.

- Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ γράφει: «Εάν αγαπάς την καθαρότητα, εισελθών έργασαι εν τη αμπέλω της καρδίας σου, εκρίζωσον εκ της ψυχής σου τα πάθη, έργασαι μη γνώναι κακίαν ανθρώπου». Τι εννοεί;

- Εννοεί να στραφείς στον εαυτό σου και να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου. Οι άγιοι πώς αγίασαν; Είχαν στραφεί στον εαυτό τους και έβλεπαν μόνον τα δικά τους πάθη. Με την αυτοκριτική και την αυτομεμψία που είχαν, έπεσαν τα λέπια από τα μάτια της ψυχής τους, και έφτασαν να βλέπουν καθαρά και βαθιά. Έβλεπαν τον εαυτό τους κάτω απ’ όλους τους ανθρώπους και όλους τους θεωρούσαν καλύτερους από τον εαυτό τους. Τα δικά τους σφάλματα τα έβλεπαν μεγάλα και τα σφάλματα των άλλων πολύ μικρά, γιατί έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής τους και όχι με τα γήινα μάτια. Έτσι εξηγείται όταν έλεγαν: «Εγώ είμαι χειρότερος απ’ όλους τους ανθρώπους». Τα μάτια της ψυχής τους είχαν καθαρίσει και είχαν γίνει διόπτρες γι’ αυτό κα έβλεπαν τα μικρά τους σφάλματα – τα ξυλαράκια – σαν δοκάρια. Εμείς όμως, ενώ τα σφάλματά μας είναι δοκάρια, δεν τα βλέπουμε ή τα βλέπουμε σαν ξυλαράκια. Κοιτάμε τους άλλους με το μικροσκόπιο και βλέπουμε τα δικά τους αμαρτήματα μεγάλα, ενώ τα δικά μας δεν τα βλέπουμε, γιατί δεν καθάρισαν τα μάτια της ψυχής μας.

   Η βάση είναι να καθαρίσουν τα μάτια της ψυχής. Όταν ο Χριστός ρώτησε τον τυφλό: «Πώς βλέπεις τώρα τους ανθρώπους;», εκείνος Του απάντησε: «σαν δένδρα»[3], γιατί δεν είχε αποκατασταθεί όλο το φως του. Όταν αποκαταστάθηκε όλο το φως του, τότε τα έβλεπε όλα καθαρά. Θέλω να πω ότι ο άνθρωπος, όταν φτάσει σε καλή πνευματική κατάσταση όλα τα βλέπει καθαρά, όλα τα σφάλματα των άλλων τα δικαιολογεί, με την καλή έννοια, γιατί τα βλέπει με το θεϊκό μάτι και όχι με το ανθρώπινο.

 

Αν δικαιολογούμε τους άλλους, Δεν θα τους κατακρίνουμε

- Γέροντα, όταν μου περνούν λογισμοί υπερηφανείας και κατακρίσεως, προσπαθώ να δικαιολογώ τους άλλους. Αυτό είναι πτώση ή αγώνας;

- Αγώνας είναι. Όταν κάποιος χαζεύει με ανοιχτό το στόμα και μπει μια μύγα μέσα στο στόμα του, θα την φτύσει. Αλλά καλύτερα να προσέχει να μην μπει.

- Συχνά όμως, Γέροντα, βλέποντας τι κάνουν οι άλλοι τους κατακρίνω.

- Εδώ που τα λέμε, δεν μπορείς να μη βλέπεις τι γίνεται γύρω σου. Πρέπει όμως να αποκτήσεις διάκριση, ώστε να δίνεις στους άλλους ελαφρυντικά και να τους δικαιολογείς. Τότε θα τους βλέπεις σε καλή κατάσταση.

- Γέροντα, την ώρα της Ακολουθίας έχω λογισμούς γιατί μια αδελφή δεν έρχεται στο αναλόγιο να ψάλει, γιατί μια άλλη ψάλει σιγανά και συνέχεια κατακρίνω.

- Ε, καλά, γιατί δεν σκέφτεσαι ότι η αδελφή ίσως είναι κουρασμένη ή είχε έναν πόνο και δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, και γι’ αυτό δεν ψάλει; Ξέρω αδελφές που, και άρρωστες να είναι και να μη μπορούν να σύρουν τα πόδια τους από τον πυρετό, θα αγωνισθούν να μη γίνει αυτό αντιληπτό, για να μην της πουν να φύγουν από το διακόνημα και πάει άλλη αδελφή στη θέση τους και δυσκολευθεί. Αυτό δε σε συγκινεί;

- Με συγκινεί, Γέροντα, αλλά δεν καταφέρνω να δικαιολογήσω πάντα μια αδελφή, όταν φέρεται άσχημα.

- Σκέφθηκες ποτέ ότι η αδελφή μπορεί να φέρεται άσχημα, για να κρύψει την αρετή της; Εγώ γνωρίζω ανθρώπους που κάνουν επίτηδες αταξίες και τους κακολογούν όσοι δεν ασχολούνται με τον εαυτό τους. Ή μπορεί κάποια αδελφή να φερθεί άσχημα, επειδή είναι κουρασμένη, αλλά αμέσως μετανοιώνει. Εσύ την κατακρίνεις, ενώ εκείνη έχει ήδη μετανοιώσει για την άσχημη συμπεριφορά της. Στα μάτια των ανθρώπων είναι ταπεινωμένη, στα μάτια όμως Του Θεού είναι ψηλά.

- Γέροντα, έχω μια στενότητα. Δεν έρχομαι στη θέση του άλλου, για να τον δικαιολογήσω.

- Να βλέπεις με πόνο τον άλλον που σφάλλει και να δοξάζεις τον Θεό για όσα σου έχει δώσει, γιατί μετά ο Θεός θα σου πει: «Εγώ, παιδί μου, τόσα σου έδωσα, κι εσύ γιατί μου φέρθηκες σκληρά;». Να βλέπεις πλατιά τα πράγματα. Να σκέφτεσαι το παρελθόν του ανθρώπου, τις ευκαιρίες που του δόθηκαν να καλλιεργήσει τον εαυτό του και τις ευκαιρίες που είχες εσύ και δεν τις αξιοποίησες. Έτσι, θα συγκινηθείς από τις δωρεές που σου χάρισε ο Θεός, θα τον δοξολογήσεις γι’ αυτές και θα ταπεινωθείς, επειδή δεν ανταποκρίθηκες. Παράλληλα θα νοιώσεις αγάπη και πόνο για τον αδελφό που δεν είχε τις δικές σου ευκαιρίες και θα κάνεις γι’ αυτόν καρδιακή προσευχή.

Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν εγκλήματα μεγάλα, αλλά έχουν πολλά ελαφρυντικά. Ποιος ξέρει οι άνθρωποι αυτοί πώς είναι στα μάτια του Θεού; Εάν δεν μας βοηθούσε ο Θεός, μπορεί και ‘μεις να ήμασταν αλήτες. Κάποιος εγκληματίας έκανε λ.χ. είκοσι εγκλήματα και τον κατακρίνω και δεν σκέφτομαι τι παρελθόν έχει. Ποιος ξέρει πόσα εγκλήματα έκανε ο πατέρας του!... Από μικρό παιδί τι κλοπές θα τον έβαζαν να κάνει! Ύστερα, όταν ήταν νέος, πόσα χρόνια θα έζησε μέσα στις φυλακές και θα καθοδηγήθηκε από άλλους έμπειρους φυλακισμένους. Αυτός θα μπορούσε να είχε κάνει όχι είκοσι αλλά σαράντα εγκλήματα και συγκρατήθηκε. Ενώ εγώ με τη κληρονομικότητα και την αγωγή που είχα, θα έπρεπε τώρα να έκανα θαύματα. Έκανα; Όχι. Άρα είμαι αναπολόγητος. Αλλά, ακόμη και είκοσι θαύματα αν έκανα, ενώ μπορούσα να κάνω σαράντα, πάλι θα ήμουν αναπολόγητος. Με αυτούς τους λογισμούς διώχνουμε την κατάκριση και ανοίγουμε μια ρωγμή στην σκληρή καρδιά μας.

Να μη βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα

- Γέροντα, τι θα με βοηθήσει να μη κατακρίνω;

- Όλα είναι πάντοτε όπως τα σκέφτεσαι εσύ;

- Όχι, Γέροντα.

- Έ, τότε να λες: «Δεν σκέφτομαι πάντοτε σωστά. Πολλές φορές κάνω λάθος. Να, στην τάδε περίπτωση έκρινα και έπεσα έξω, οπότε τον αδίκησα τον άλλον. Επομένως δεν πρέπει να ακούω τον λογισμό μου». Ο καθένας μας λίγο-πολύ έχει περιπτώσεις που έπεσε έξω στην κρίση του. Αν φέρει στο νου του τις περιπτώσεις που έκρινε και έπεσε έξω, τότε θα αποφεύγει την κατάκριση. Αλλά και μια φορά να μην έπεσε έξω και να έχει δίκαιο, πού ξέρει τα ελατήρια του άλλου; Ξέρει πώς έγινε κάτι; Να μη βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα.

            Κι εγώ, όταν ήμουν νέος, είχα την κατάκριση ψωμοτύρι. Επειδή ζούσα λίγο προσεκτικά και είχα μια ψευτοευλάβια, ό,τι μου φαινόταν στραβό, το έκρινα. Γιατί, όταν στον κόσμο ζει κανείς λίγο πνευματικά, μπορεί να βλέπει πολλά κουσούρια στους άλλους και να μη βλέπει αρετές. Εκείνους που καλλιεργούν την αρετή μπορεί να μη τους βλέπει, γιατί ζουν στην αφάνεια, αλλά βλέπει τους άλλους που κάνουν αταξίες και να τους κατακρίνει. «Αυτός, λέει, κάνει έτσι, εκείνος περπατάει έτσι, ο άλλος κοιτάζει έτσι...».

            Ξέρετε τι είχα πάθει μια φορά; Είχαμε πάει με έναν γνωστό μου να λειτουργηθούμε σε ένα μοναστήρι στο Μονοδένδρι, εννιά ώρες περίπου μακριά από την Κόνιτσα. Όταν μπήκαμε στο ναό, ο γνωστός μου στάθηκε στο αναλόγιο, για να ψάλει, και εγώ πήγα στο στασίδι πίσω από τον ψάλτη. Παρακολουθούσα και έψελνα σιγανά. Κάποια στιγμή ήρθε μια γυναίκα με μαύρα, σχετικά νέα, στάθηκε δίπλα μου και συνέχεια με κοιτούσε. Με κοιτούσε, έκανε το σταυρό της. Με κοιτούσε, έκανε το σταυρό της... Είχα αγανακτήσει. «Βρε, παιδάκι μου, έλεγα μέσα μου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτή; Μέσα στον κόσμο, μέσα στην εκκλησία, τι κοιτάζει έτσι;». Εγώ τις αδελφές μου, όταν περνούσαν στον δρόμο δίπλα μου, δεν τις έβλεπα. Πήγαιναν μετά στο σπίτι και έκαναν παράπονα στη μάνα μας: «Με είδε ο Αρσένιος, έλεγαν, και δεν μου μίλησε!». «Καλά, μου έλεγε μετά η μάνα μου, βλέπεις τις αδελφές σου στο δρόμο και δεν τις μιλάς;». «Εγώ θα κοιτάζω αν αυτή που περνάει δίπλα μου είναι η αδελφή μου; της έλεγα. Ένα σωρό σόι έχουμε. Αυτό θα κάνω;». Θέλω να πω, είχα κάτι τέτοιες ακρότητες. Να περνά τώρα δίπλα σου η αδελφή σου και να μη της μιλάς! Τέλος πάντων... Μόλις λοιπόν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, πήγε αυτή η μαυροφόρα και παρακάλεσε τον ιερέα να μου πει να πάω στο σπίτι της, γιατί έμοιαζα πολύ στο παιδί της που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο! Όταν πήγα σπίτι της, είδα την φωτογραφία του παιδιού της. Πραγματικά, μοιάζαμε σαν αδέλφια! Αυτή Η καημένη με κοιτούσε μέσα στην εκκλησία και έκανε τον σταυρό της σαν να έβλεπε το παιδί της. Κι εγώ έλεγα: «Την αθεόφοβη, μέσα στην εκκλησία και πώς κοιτάζει!» Ώ, μετά ξέρετε πως με είχε λειώσει αυτό το περιστατικό; «Για δες, είπα, εσύ να έχεις τέτοιους λογισμούς, ότι ποιος ξέρει τι γυναίκα είναι και μεσ’ στην εκκλησία να μην ντρέπεται καθόλου..., και αυτή η φουκαριάρα να έχε χάσει το παιδί της και να έχει τον καημό της!».

            Μια άλλη φορά κατέκρινα τον αδελφό μου που ήταν φαντάρος. Μου έστειλε μήνυμα ο σιτιστής: «Έδωσα στον αδελφό σου δύο μπετόνια με λάδι. Τι έγιναν τα μπετόνια;». «Μα, αυτός εκεί πέρα, είπα, έφερνε στο σπίτι τους στρατιώτες κα τους φιλοξενούσαμε, τώρα πώς το έκανε αυτό, να πάρει λάδι από το στρατό;». Οπότε πιάνω και γράφω στον αδελφό μου αγανακτισμένος ένα γράμμα... Κι εκείνος μου απαντάει: «Τα μπετόνια να τα ζητήσεις από τη νεωκόρο της κάτω εκκλησιάς»! Αυτός το λάδι το είχε στείλει στην εκκλησία της κάτω Κόνιτσας, γιατί ήταν φτωχή. «Χρόνια πολλά, είπα τότε στον εαυτό μου. Την άλλη φορά κατέκρινες εκείνη τη φουκαριάρα. Τώρα τον αδελφό σου. Άλλη φορά τίποτε-τίποτε!». Θέλω να πω, όταν είδα ότι έπεφτα έξω στις κρίσεις μου, εξέταζα τον εαυτό μου: «Στην τάδε περίπτωση είχα πει για τον άλλον ότι ενήργησε έτσι, αλλά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Άλλη φορά άλλο συμπέρασμα είχα βγάλει κι αλλιώς ήταν». Έτσι έβαλα τον εαυτό μου στην θέση του. «Άλλη φορά, είπα, δεν θα κρίνεις καθόλου. Τελεία-παύλα! Είσαι στραβός και όλα στραβά και ανάποδα τα βλέπεις. Κοίταξε να γίνεις σωστός άνθρωπος». Και μετά, όταν μου φαινόταν κάτι στραβό, έλεγα: «Κάτι καλό θα είναι, αλλά εγώ δεν το καταλαβαίνω. Όσες φορές έβαλα αριστερό λογισμό, έπεσα έξω». Όταν πλέον σιχάθηκα τον εαυτό μου, με την καλή έννοια, όλους τους δικαιολογούσα. Για τους άλλους έβρισκα πάντα ελαφρυντικά και μόνον τον εαυτό μου κατέκρινα. Αλλά, εάν ο άνθρωπος δεν παρακολουθεί τον εαυτό του, όλα τα περνάει απαρατήρητα και μετά στην Κρίση θα είναι αναπολόγητος.

Η κατάκριση είναι εγωισμός

Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο και να μην πικραίνεσθε λόγω εγωισμού. Η ταπείνωση είναι ασφαλής οδηγός · δεν αφήνει αυτόν που την έχει να προσκρούσει σε υφάλους απροσεξίας και να συντριβεί · αλλά ως οδηγός φωτεινός οδηγεί άπταιστα επί του ασφαλούς.

Ο εγωισμός είναι το κάκιστο των κακών · αυτός μας δημιουργεί όλα τα σφάλματα, με τους ανυπότακτους λογισμούς. Φοβηθείτε τον και προσπαθείτε να απαλλαγείτε απ’ αυτόν, καθώς όσο μένει μέσα μας αχτύπητος, τόσο θα μας πληγώνει με ανάλογους πόνους.

· Παρακαλώ μην κατακρίνετε ο ένας τον άλλο, διότι είναι πέρα για πέρα εγωισμός · ας δικαιολογεί ο αδελφός του αδελφού το σφάλμα, κι αυτό είναι μαρτυρία ταπεινώσεως και αγάπης. Αυτός ο αδελφός που το κάνει αυτό θα βρει πολλή τη χάρη του Θεού · εκείνος όμως που κρίνει και σκανδαλίζει τον πλησίον του, πρέπει να γνωρίζει ότι όχι χάρη δε θα βρει, αλλά και αν κάτι έχει θα το χάσει, για να μάθει το μάθημα της ταπείνωσης διά του παθήματος.

Φοβηθείτε περισσότερο την εσωτερική κατάκριση, αυτή που γίνεται με τους λογισμούς · κι αυτό, γιατί δεν έρχεται στο φως με τον προφορικό λόγο, που ενδέχεται να διορθωθεί απ’ αυτόν που την ακούει. Προσέξτε, λέω, την ένδοθεν κατάκριση, που ανεπαίσθητα μας ενοχοποιεί θανάσιμα και μας στερεί τη ζωή της θείας χάριτος και μας προσφέρει ως ποτό πικρότατο, την ψυχική νέκρωση.

Πόσα και πόσα δε μας λένε το ιερό Ευαγγέλιο και οι Πατέρες περί κατακρίσεως. Καλύτερα να πέσει από ψηλά, παρά από τη γλώσσα.

Εύχομαι η αγάπη και η ακατακρισία να βασιλεύουν σε όλες τις εκδηλώσεις μεταξύ σας, ώστε το Άγιο Πνεύμα να αναπαύεται στις ψυχές σας.

(από τις «Πατρικές Νουθεσίες» του Γέροντος Εφραίμ, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Φιλοθέου)

1. Κάποιοι αδελφοί από τη Σκήτη (Σκήτη: Τόπος μοναχικών οικισμών βορειοδυτικά του Καΐρου) ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ’ένα καράβι για να πάνε και σ’αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων (Είναι η αρχαιότερη μαρτυρία περί προφορικής χρήσεως Αποφθεγμάτων των Πατέρων. Έχουμε δηλαδή ένα προδρομικό στάδιο προς την γραπτή συλλογή που ακολούθησε αργότερα) ή ρητά από την Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός .Σαν βγήκαν στο λιμάνι παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον Αββά Αντώνιο.

Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος:«Καλή συνοδία βρήκατε τον Γέροντα αυτόν». Στον Γέροντα είπε: «Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου,αββά» και ο Γέροντας του απαντά:«Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το γαϊδούρι». Αυτό το είπε γιατί ότι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.

12. Επισκέφθηκε κάποιος από τους Γέροντες τον αββά Αχιλλά και τον είδε να φτύνει αίμα από το στόμα του και τον ρωτάει: «Τι είναι αυτό,πάτερ;» Αποκρίθηκε ο Γέροντας: «Είναι λόγος αδελφού που με λύπησε και αγωνίστηκα να μην το ανακοινώσω. Παρακάλεσα τον Θεό να με απαλλάξει απ’αυτό (Δηλαδή από την θύμηση των λόγων του αδελφού) και έγινε ο λόγος αίμα στο στόμα μου και τον έφτυσα. Έτσι βρήκα την ανάπαυσή μου και λησμόνησα τη λύπη μου ».

20. Έστειλε κάποτε ο Επιφάνιος, ο επίσκοπος Κύπρου ,μήνυμα στον αββά Ιλαρίωνα και τον παρακαλούσε: «Έλα να δούμε ο ένας τον άλλον ,πριν αποχωρήσουμε από το σώμα». Πράγματι πήγε ο αββάς και χάρηκαν που βρέθηκαν .Την ώρα που έτρωγαν, έφεραν στο τραπέζι πτηνό. Το πήρε ο Επίσκοπος και το πρόσφερε στον αββά Ιλαρίωνα. Του λεέι τότε ο Γέροντας: «Συγχώρεσέ με, από τότε που πήρα το σχήμα δεν έφαγα σφαχτό». Ο Επίσκοπος αποκρίνεται: «Εγώ από τότε που πήρα το σχήμα, δεν άφησα κανέναν να κοιμηθεί έχοντας κάτι εναντίον μου, ούτε εγώ κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον κάποιου άλλου». Του λέει τότε ο Γέροντας: «Συγχώρα με ,ο δικός σου τρόπος ζωής είναι ανώτερος απ’τον δικό μου».

24. Είπε ο αββάς Ησαϊας: «Τη σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το λόγο, γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό ,ενώ η ομιλία τον διασκορπίζει».

32. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης: «Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;» Του απαντά ο Γέροντας: «Από την ώρα που έγινα μοναχός προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να ανέβει στο στόμα μου (Πρβλ.Ψαλμ. 149, 6.)».

33. Έλεγε πάλι ότι τριάντα χρόνια έχει από τότε που αντιλαμβάνεται την παρουσία της αμαρτίας στη σκέψη του, ποτέ όμως δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του ούτε σε επιθυμία ούτε σε οργή.

44. Είπε ο αββάς Μακάριος:«Εάν επιπλήττοντας κάποιον, αισθανθείς μέσα σου να κινείται οργή, ικανοποιείς δικό σου πάθος και δεν σε υποχρεώνει κανείς να χάσεις τον εαυτό σου, για να σώσεις άλλους».

54. Είπε πάλι (ο αββάς Ποιμήν):«Εάν ο άνθρωπος θα θυμάται το ρητό της Γραφής ότι τα λόγια σου θα σε δικαιώσουν και τα λόγια σου θα σε καταδικάσουν (Ματθ. 12,37), θα προτιμάει μάλλον να σιωπά».

55.Είπε ακόμη ο Γέροντας ότι ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ εάν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον και του απάντησε: «Καλύτερη είναι η σιωπή».

84. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Τιθόη: «Πώς να περιφρουρήσω την καρδιά μου;» Κι ο Γέροντας του λέει: «Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοικτές η γλώσσα και η κοιλιά μας;»

87. Είπε πάλι: «Εκείνος που δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, αυτός ούτε στα πάθη του θα κυριαρχήσει ποτέ».

88. Είπε ακόμη:«Προτιμότερο είναι να τρώει κανείς κρέας και να πίνει κρασί, παρά να τρώει τις σάρκες των αδελφών του με την καταλαλιά».

89. Είπε ο ίδιος: «Το φίδι με όσα ψιθύρισε έβγαλε την Εύα από τον Παράδεισο (Γεν.3, 1-5). Μ’αυτό λοιπόν μοιάζει κι εκείνος που φλυαρεί κατά του πλησίον. Γιατί και την ψυχή αυτού που ακούει την οδηγεί στην καταστροφή και τη δική του τη διακινδυνεύει.»

Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανέναν

4. Ο αββάς Αντώνιος προφήτευσε στον αββά Αμωνά και είπε: «Θα προκόψεις στον φόβο του Θεού». Τον έβγαλε έξω από το κελί, του έδειξε μια πέτρα και του είπε: «Βρίσε την πέτρα και κτύπησέ την».Και το ’κανε. Τον ρωτάει ο αββάς Αντώνιος: «Μήπως μίλησε η πέτρα;» «Όχι» απάντησε εκείνος . «Και συ―του είπε ο αββάς Αντώνιος―πρόκειται να φθάσεις σ’αυτό το μέτρο» όπως και έγινε .Πρόκοψε ο αββάς Αμμωνάς τόσο πολύ ,ώστε από πολύ αγαθότητα να μη διακρίνει την κακία. Παράδειγμα χαρακτηριστικό είναι το εξής: Όταν έγινε ο ίδιος επίσκοπος, του έφεραν μια κοπέλα έγκυο και του λένε: «Τιμώρησέ την».Κι εκείνος σταύρωσε την κοιλιά της και παρήγγειλε να της δώσουν δύο σεντόνια λέγοντας: «Μη τυχόν πάνω στη γέννα πεθάνει αυτή ή το βρέφος και δεν βρει τα απαραίτητα για την κηδεία». Του λένε τότε οι κατήγοροί της: «Γιατί το ’κανες αυτό; Βαλ’της κανόνα». Κι εκείνος είπε : «Αδελφοί, βλέπετε ότι κινδυνεύει να πεθάνει, τι μπορώ εγώ να κάνω;» Και την άφησε να φύγει. Ποτέ δεν τόλμησε ο Γέροντας να καταδικάσει άνθρωπο.

5. Πήγε κάποτε ο αββάς Αμμωνάς σε κάποιον τόπο για να γευματίσει. Εκεί κοντά ήταν κι ένας αδελφός που είχε κακή φήμη. Συνέβη μάλιστα να πάει και να μπει στο κελί του αδελφού η γυναίκα για την οποία τον κακολογούσαν. Οι κάτοικοι της περιοχής μόλις το έμαθαν, ξεσηκώθηκαν και πήραν την απόφαση να διώξουν τον μοναχό από το κελί. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο επίσκοπος Αμμωνάς βρισκόταν στην περιοχή τους ,πήγαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους. Σαν τα έμαθε αυτά ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε μέσα σ’ένα μεγάλο πιθάρι. Κετέφθασε το πλήθος και ο αββάς Αμμωνάς αντιλήφθηκε τι συνέβη αλλά χάριν του Θεού σκέπασε το γεγονός. Μπήκε λοιπόν στο κελί του αδελφού, κάθισε πάνω στο πιθάρι και διέταξε να ερευνήσουν το κελί. Όταν όμως έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, τους είπε ο αββάς Αμμωνάς: «Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο Θεός να σας συγχωρήσει». Και αφού προσευχήθηκε, απομάκρυνε τον κόσμο. Έπιασε τότε από το χέρι τον αδελφό και του είπε: «Πρόσεχε την ψυχή σου, αδελφέ».Και με τον λόγο αυτόν έφυγε.

6. Έναν αδελφό που είχε πέσει σε κάποιο αμάρτημα, τον απομάκρυνε ο πρεσβύτερος από την εκκλησία. Σηκώθηκε τότε ο αββάς Βησσαρίων και βγήκε μαζί του λέγοντας: «Κι εγώ αμαρτωλός είμαι».

7. Είπε ο αββάς Ηλίας: «Είδα εγώ κάποιον να βάζει κάτω από τη μασχάλη ένα δοχείο κρασί και για να καταισχύνω τους δαίμονες ότι ήταν εντύπωση πλανερή (και όχι πραγματική), λέω στον αδελφό: «Κάνε αγάπη και σήκωσέ το μου αυτό. Και μόλις σήκωσε το επανωφόρι του, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε τίποτε κάτω από τη μασχάλη του. Αυτό το ανέφερα με την έννοια ότι και με τα ίδια σας τα μάτια αν δείτε κάτι ή ακούσετε κάτι, μην το πιστέψετε. Πολύ περισσότερο να προσέχετε τους λογισμούς, τις σκέψεις και τα νοήματα, γνωρίζοντας ότι οι δαίμονες τα σπέρνουν αυτά στην ψυχή για να τη διαστρέψουν, ώστε να σκέφτεται αυτά που την βλάπτουν και για να απομακρύνουν τον νού από τις αμαρτίες μας και από τον Θεό».

10. Ήλθε κάποτε ένα παιδί δαιμονισμένο, για να θεραπευθεί και επισκέφθηκε κάποιον αδελφό από ένα κοινόβιο της Αιγύπτου. Βγαίνει ο Γέροντας έξω και βλέπει τον αδελφό να αμαρτάνει με το παιδί και δεν τον ήλεγξε λέγοντας: «Εφόσον ο Θεός που τον έπλασε τον βλέπει και δεν τον καίει, ποιος είμαι εγώ, για να τον ελέγξω;»

13. Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον Μεγάλο ότι είχε γίνει, όπως λέει η Γραφή, θεός επίγειος (Ιω.10, 34). Γιατί όπως ακριβώς ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα που έβλεπε στους άλλους, σαν να μη τα έβλεπε και εκείνα που άκουε σαν να μην τα άκουε .

14. Κάποιος αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου―απαντά ο Γέροντας―που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου». Όταν τ’άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν .

16. Είπε επίσης: «Όλος ο αγώνας πρέπει να αποβλέπει στο να μην κρίνουμε τον πλησίον. Γιατί όταν το χέρι του Κυρίου φόνευσε όλα τα πρωτότοκα στη χώρα της Αιγύπτου, δεν έμεινε σπίτι που να μην είχε νεκρό (Έξ. 12,29-30)». Τον ρωτάει ο αδελφός: «Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά;» «Σημαίνουν―είπε ο Γέροντας―ότι, εάν όλα εκείνα που μας εμποδίζουν μας αφήσουν να δούμε τις αμαρτίες μας, δεν θα βλέπουμε τις αμαρτίες του πλησίον. Άλλωστε είναι ανοησία, ενώ εχει δικό του νεκρό ο άνθρωπος, να τον αφήσει και να πάει να κλάψει το νεκρό του πλησίον.

Και το να πεθάνεις έναντι του πλησίον σημαίνει να έχεις μπροστά σου τη δική σου αμαρτία και να μην έχεις μέριμνα για κανένα άνθρωπο ότι αυτός είναι καλός ή εκείνος είναι κακός. Μην κάνεις κακό σε κανένα άνθρωπο, ούτε να σκέφτεσαι πονηρά για κανένα. Μην εξευτελίσεις κάποιον που κάνει το κακό αλλά και να μην συμφωνήσεις μ’εκείνον που κάνει κακό στον πλησίον ούτε να χαίρεσαι μ’αυτόν που βλάπτει τον πλησίον. Αυτό σημαίνει το να είμαστε νεκροί έναντι του πλησίον.

Μην κατηγορείς κανένα· να λες: Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα και να μη συμφωνείς μ’αυτόν που κατηγορεί· να μη χαίρεσαι που κατηγορεί αλλά ούτε και να τον μισείς. Αυτό είναι το νόημα του να μην κρίνουμε.

Μην εχθρεύεσαι κανέναν άνθρωπο· και να μην κρατήσεις έχθρα μέσα στην καρδιά σου ,αλλά μη μισήσεις και αυτόν που εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή είναι η ειρήνη. Να παρακινείς τον εαυτό σου σ ’αυτά. Ο κόπος είναι προσωρινός, ενώ η ανάπαυση είναι αιώνια με τη χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν.»

17. Έλεγαν για τον αββά Μάρκο τον Αιγύπτιο ότι έμεινε τριάντα χρόνια χωρίς να βγεί απ΄το κελί του. Ο πρεσβύτερος συνήθιζε να πηγαίνει και να του κάνει την Θεία Λειτουργία. Ο διάβολος όμως βλέποντας την ενάρετη υπομονή του ανδρός, σοφίστηκε να τον ρίξει στον πειρασμό της κατάκρισης. Έτσι έκανε κάποιον δαιμονισμένο να πάει στον Γέροντα για να του ζητήσει τάχα την προσευχή του. Αυτός λοιπόν ο δαιμονισμένος πριν από κάθε άλλο λόγο είπε στον Γέροντα: «Ο πρεσβύτερός σου μυρίζει αμαρτία. Μην τον αφήσεις άλλη φορά νά ’ρθει κοντά σου». Και ο θεόπνευστος ανθρωπος του είπε: «Παιδί μου, όλοι τη βρωμιά την πετούν έξω και εσύ μου την έφερες εδώ; Η Γραφή λέει: Μην κρίνετε για να μην κριθείτε (Ματθ. 7,1). Αλλά αν είναι αμαρτωλός ο Κύριος θα τον σώσει. Είναι μάλιστα γραμμένο στην Αγία Γραφή: Να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον για να θεραπευθείτε (Ιακ. 5,16)».Και πάνω στον λόγο αυτό, προσευχήθηκε και έδιωξε τον δαίμονα από τον άνθρωπο και τον έστειλε υγιή.

Όταν λοιπόν ήρθε ο πρσβύτερος, όπως συνήθιζε, τον υποδέχθηκε ο Γέροντας μετά χαράς. Ο Θεός που γνώριζε την ακακία του Γέροντα, του έδειξε θαυμαστό σημάδι. Όταν ήρθε η ώρα να σταθεί ο πρεσβύτερος μπροστά στην αγία Τράπεζα, όπως ο ίδιος ο Γέροντας το περιέγραψε, «είδα άγγελο Κυρίου να κατεβαίνει από ψηλά και έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του κληρικού και έγινε ο κληρικός σαν ένας στύλος φωτιάς. Και εγώ καθώς έμεινα έκπληκτος από το θέαμα, άκουσα μια φωνή να μου λέει: Άνθρωπε γιατί εκπλήττεσαι μ’αυτό που γίνεται; Εάν ένας επίγειος βασιλιάς δεν θ’αφήσει τους μεγιστάνες του να στέκονται μπροστά του ρυπαροί, αλλά μόνο αν έχουν επίσημη περιβολή πόσο περισσότερο η θεία δύναμη δεν θα καθαρίσει τους λειτουργούς των αρρήτων μυστηρίων, όταν στέκονται μπροστά στην άφατη δόξα;»

Έτσι ο γενναίος του Χριστού αθλητής ο Μάρκος ο Αιγύπτιος, αναδείχθηκε μεγάλος και έγινε άξιος του χαρίσματος αυτού, επειδή δεν κατέκρινε τον κληρικό.

21. Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα: «Εάν δώ κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;» Κι ο Γέροντας απάντησε: «Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας. Και όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας».

33. Είπε ένας Γέροντας: «Μην κρίνεις τον πόρνο. Εάν εσύ είσαι σώφρων. Κι εσύ είσαι παραβάτης του νόμου όπως κι εκείνος. Γιατί Αυτός που είπε να μην πορνεύσεις (Ματθ. 5,27), είπε και να μην κρίνεις (Ματθ. 7,1)».

35. Ήταν κάποιος Γέροντας που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον αδελφό τρία παξιμάδια. Είδε κατόπιν ο Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και τού ’φερε άλλα τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του είπε: «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και έφυγε.

Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε. Και βλέπει έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο».

Έλεγαν οι Γέροντες τίποτε δεν είναι χειρότερο από την κατάκριση.

39. Ένας άγιος άνθρωπος, όταν είδε κάποιον να αμαρτάνει, δάκρυσε και είπε: «Αυτός σήμερα και εγώ σίγουρα αύριο». Ακόμη κι αν πραγματικά αμαρτήσει κάποιος μπροστά σου, μην τον κρίνεις, αλλά να θεωρείς τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό απ’αυτόν, έστω κι αν είναι κοσμικός.

40. Κάποιος αμαρτωλός έκανε μια ερώτηση σ’έναν άγιο Γέροντα για να έχει μια βάση, ώστε να μην αμαρτάνει με τον λογισμό.

«Ας υποθέσουμε―είπε―ότι βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και το λέω αυτό σε κάποιον άλλο και βλέπω ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά απλώς το συζητούμε. Αυτό παύει να είναι κατάκριση;» Ο Γέροντας είπε: «Εάν μιλάς με εμπάθεια έχοντας κάτι εναντίον του, είναι κατάκριση, αν όμως είσαι ελεύθερος από πάθος, δεν είναι κατάκριση. Αλλά για να μη μεγαλώσει το κακό, η σιωπή είναι προτιμότερη».

42. Άκουσε κάποιος από τους Αγίους Πατέρες ότι ένας αδελφός έπεσε στο αμάρτημα της πορνείας και είπε: «Ω, άσχημα έκανε». Μετά από λίγες μέρες πεθαίνει ο αδελφός και πάει άγγελος του Θεού με την ψυχή του αδελφού στον Γέροντα και του λέει: «Δες αυτόν που κατέκρινες, πέθανε. Πού παραγγέλλεις να τον βάλω· στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση;» Μετά απ’αυτό, μέχρι την ώρα του θανάτου του ο Γέροντας ζητούσε ασταμάτητα από τον Θεό με δάκρυα και πόνο πολύ να τον συγχωρήσει.

48. Ρωτήθηκε ένας Γέροντας: «Γιατί δεν μπορώ να κατοικήσω μαζί με άλλους αδελφούς;» Κι εκείνος είπε: «Γιατί δεν φοβάσαι τον Θεό. Αν θυμόσουν αυτά που λέει η αγία Γραφή ότι στα Σόδομα σώθηκε ο Λώτ, επειδή δεν κατέκρινε κανένα (Γεν. 19,1-23· πρβλ. Β' Πετρ. 2,6-8) και εσύ θα έβαζες τον εαυτό σου να κατοικήσει και σε θηρία ανάμεσα ».

53. Είπε ένας Γέροντας: «Τίποτε δεν παροργίζει τόσο τον Θεό και τίποτε δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη χάρη, ώστε να φτάσει και σε εγκατάλειψη από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να τον εξουθενώνει. Και είναι τόσο βαρύτερη η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο ίδιος ο Χριστός λέει: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου και τότε θα δείς καθαρά για να βγάλεις το σκουπιδάκι που βρίσκεται στο μάτι του αδελφού σου (Λουκ. 6,42). Παρομοίασε δηλαδή το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι, ενώ την κατάκριση με το δοκάρι. Είναι τόσο κακό το να κατακρίνει κανείς· σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία.

Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο, αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον. Γιατί να μη προτιμούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας; Και εννοώ τα κακά τα δικά μας που καλά τα γνωρίζουμε και για τα οποία πρόκεται να δώσουμε λόγο στον Θεό. Γιατί αρπάζουμε το δικαίωμα της κρίσης του Θεού; Τι θέλουμε από το πλάσμα του, τι θέλουμε από τον πλησίον; Τί ζητάμε από τα βάρη του άλλου; Έχουμε, αδελφοί τι να φροντίσουμε. Ο καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις δικές του κακίες, Η εξουσία να δικαιώνει και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στον Θεό, που γνωρίζει και την κατάσταση του καθενός και τη δύναμη· τον τρόπο της ζωής και τα χαρίσματά του· την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητες του· ανήκει στον Θεό πού κρίνει ανάλογα με το καθένα απ’ αυτά, όπως ο ίδιος μόνος τά γνωρίζει».

54. Είπε ακόμη: «Ας αποκτήσουμε αγάπη· Ας αποκτήσουμε συμπόνια για τον πλησίον, ώστε να αποφύγουμε τη φοβερή καταλαλιά και το να καταδικάζουμε κάποιον ή να τον εξουθενώνουμε. Ας βοηθούμε ο ένας τον άλλον σαν να είναι δικό μας μέλος, γιατί είμαστε μέλη του ιδίου σώματος, όπως λέει ο Απόστολος· όλοι είμαστε ένα σώμα και ο καθένας μας είναι μέλος του σώματος στο οποίο ανήκουν και οι άλλοι ως μέλη (Ρωμ. 12,5). Και όταν πάσχει ένα μέλος συμπάσχουν όλα τα άλλα».

Τέλος της πραγματείας για να επαγρυπνούμε ώστε να μην κρίνουμε κανέναν.

Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, για να γίνει Μοναχός. Οι Πατέρες όμως της Σκήτης δεν τον δέχονταν, γιατί, εκτός που ήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα.

Επειδή εκείνος αναπαυόταν στην Σκήτη, παρακάλεσε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένει ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά.

Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία και αμέλεια μέχρι την ώρα του θανάτου του, που έπεσε πια στο κρεββάτι και ψυχορραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του.

Μια μέρα ο ετοιμοθάνατος έχει έρθει σε έκσταση και έκανε νοήματα. Οι Πατέρες απορούσαν τι συμβαίνει! Όταν συνήλθε, τους διηγήθηκε το εξής φοβερό:

-Είδα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μ' ένα χαρτί στα χέρια του, που είχε όλες τις αμαρτίες μου, και μου είπε:

«Βλέπεις; αυτά εδώ τα έκανες όλα, γι' αυτό ετοιμάσου να πας στην κόλαση».

Τότε εγώ του λέω:

«Για κοίταξε, ανάμεσα σ' αυτά τα αμαρτήματα, υπάρχει το αμάρτημα της κατακρίσεως;»

Ψάχνει ο Αρχάγγελος, και μου λέει:

«Όχι, δεν υπάρχει».

«Οπότε, του λέω, δεν πρέπει να πάω στην κόλαση, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Κύριος: Μη κρίνετε, και ου μη κριθήτε».

Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε το χαρτί με τα αμαρτήματά μου.

Έτσι, Πατέρες μου, πάω στον Παράδεισο. Όταν μου είχατε πει ότι δεν κάνω για Μοναχός στην Σκήτη και εργαζόμουν ως λαϊκός και εκκλησιαζόμουν στο Κυριακό τις εορτές, είχα ακούσει τα λόγια του Ευαγγελίου Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε και είπα: «Ταλαίπωρε, τουλάχιστον αυτό να εφαρμόσεις», και αυτό με έσωσε δίχως άλλο κόπο.

Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια, παρέδωσε την ψυχή του στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.

Στα κείμενα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου μαζί με τα βαθιά θεολογικά νοήματα περιέχονται συχνά και διδακτικά παραδείγματα από φανταστικά, υποτιθέμενα περιστατικά. Ένα τέτοιο παρουσιάζουμε στη συνέχεια.

Κάποιος λοιπόν χλεύαζε μια κουκουβάγια για μερικά από τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της, που τη διαφοροποιούν από τα άλλα πουλιά. Απαριθμούσε ένα - ένα από αυτά. Η κουκουβάγια, αντί να τα παραδεχθεί, προσπαθούσε να τα δικαιολογήσει και να τα αντικρούσει με εύστοχο λόγο και λογικοφανή επιχειρήματα.

-Τι μεγάλο κεφάλι που έχεις! Είσαι κεφάλα!

-Του Δία το κεφάλι να δεις τι μεγάλο που είναι, απαντά η κουκουβάγια.

-Τι γαλαζωπά μάτια που έχεις!

-Αυτά τα μάτια μου είναι όπως της γαλαζομάτας Αθηνάς.

-Και η φωνή σου είναι λυπητερή, θλιβερή και στριγγιά, όχι ευχάριστη.

-Η φωνή όμως της καρακάξας είναι πιο άσχημη, ανταπαντά πάλι η κουκουβάγια.

-Πω πω και κάτι ψιλοπόδαρα που έχεις!

-Ναι, έτσι είναι τα δικά μου πόδια, αλλά του ψαρονιού πώς σου φαίνονται;

-Πρόσεξε, σοφή μου, της λέει στο τέλος ο συνομιλητής της, ότι από αυτά ένα μόνο ελάττωμα έχει το καθένα τους. Εσύ όμως τα έχεις όλα μαζί και σε μεγάλο βαθμό, κουκουβάγια μεγαλοκέφαλη, με τα γαλαζωπά σου μάτια και τη στριγγόφωνη, λυπητερή φωνή σου, κουκουβάγια μου ψιλοπόδαρη.

Σκόνταψε η ταλαίπωρη κουκουβάγια και δεν ήξερε τι να απαντήσει. (Γρηγορίου Θεολόγου, Ποίημα ΚΗ΄, Κατά πλουτούντων, στιχ. 235-262, ΕΠΕ, τόμος 9ος, σελ. 362)

Ας μη δικαιολογούμαστε, όπως η κουκουβάγια, με λογικοφανή επιχειρήματα ή με διάφορα ευφυολογήματα, όταν μας υποδεικνύονται τα ελαττώματά μας. Ούτε να αντιδρούμε με λόγους αποστομωτικούς και γλώσσα γεμάτη από αντιρρήσεις. «Το μάτι βλέπει τα άλλα, τα ξένα, δε βλέπει τον εαυτό του, ούτε όμως και τα άλλα βλέπει σωστά, εάν αρρωστήσει υπερβολικά.

Το χέρι έχει ανάγκη από άλλο χέρι, και το πόδι από το άλλο πόδι» (Γρηγόριος Θεολόγος). Και ο καθένας μας έχει ανάγκη από κάποιο σύμβουλο για να αποκτήσει την αληθινή γνώση του εαυτού του και προχωρήσει κατόπιν και στη διόρθωση των ελαττωμάτων του. Διότι θα δώσουμε λόγο για τον εαυτό μας και όχι για τους άλλους.

Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου

Νομίζεις, λοιπόν, άνθρωπέ μου, πως εσύ θα ξεφύγεις την θεϊκή καταδίκη, αφού κάνεις ό,τι κάνουν αυτοί που κατακρίνεις;» ( Ρωμ. 2: 1-3 ) .
Έχεις τόσα ελαττώματα. Γιατί ασχολείσαι με τα ελαττώματα του αδελφού σου; «Πώς μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδελφού σου και δεν νιώθεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι;

Πως θα πεις στον αδελφό σου, «Άφησε με να σου βγάλω το σκουπιδάκι από το μάτι σου;», όταν έχεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδελφού σου» ( Ματθ. 7: 3-5 ) .
Πριν πεις: "Ο τάδε είναι πανούργος ή μοχθηρός ή απατεώνας", εξέτασε τον εαυτό σου. Αναλογίσου τα πάθη σου. Στοχάσου τις αμαρτίες σου. Και τότε θα μετανοήσεις για ό,τι σκόπευες να πεις.

Αν επιχειρούσε κανείς να αποτιμήσει τα καθημερινά μας λόγια με κριτήριο την ποσότητά τους, δύσκολα θα έβρισκε ,μέσα σε μάταιες  φλυαρίες δέκα χιλιάδων ταλάντων, κάποια πνευματική φράση εκατό δηναρίων, για να χρησιμοποιήσω τα ποσά της ευαγγελικής παραβολής του κακού δούλου.

Θυμάστε τι είχε κάνει ο δούλος εκείνος; Είχε παρακαλέσει τον κύριό του, στον οποίο όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα, ποσό τεράστιο, να του δώση παράταση χρόνου, για την εξόφληση του χρέους του.

Εκείνος τον σπλαχνίστηκε και του χάρισε ολότελα το χρέος . Λίγο αργότερα όμως, ο δούλος φέρθηκε απάνθρωπα σ'  ένα σύνδουλό του , που του χρωστούσε μόνο εκατό δηνάρια, ποσό ασήμαντο .

Από το λαιμό τον έπιασε και του φώναζε: « Ξόφλησέ μου το χρέος!» Ο σύνδουλός του έπεσε στα πόδια του και τον ικέτευε: «Δείξε μου μακροθυμία, και θα σου το ξεπληρώσω». Μα ο σκληρόκαρδος δούλος δεν τον λυπήθηκε. Τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να του δώσει πίσω τα εκατό δηνάρια.

Όταν το έμαθε ο κύριός του τον κάλεσε και του είπε: « Κακέ δούλε! Επειδή με παρακάλεσες, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος. Δεν έπρεπε κι εσύ να σπλαχνιστείς το σύνδουλό σου, όπως εγώ εσένα; «. Και οργισμένος ,τον τιμώρησε αυστηρά ( Ματθ. 18: 23- 34 ) .
Έτσι θα τιμωρήσει κι εμάς ο ουράνιος Πατέρας  μας, αν θελήσει να μας κρίνει ακριβοδίκαια. Ας είμαστε , λοιπό, σπλαχνικοί απέναντι στους συνανθρώπους μας, ας μην κατακρίνουμε εκείνους που αμαρτάνουν, ας συγχωρούμε εκείνους που μας φταίνε.

Με εκατό δηνάρια ισοδυναμούν οι αδικίες που διαπράττουν άλλοι σε βάρος μας, με δέκα χιλιάδες τάλαντα τα αμαρτήματα που διαπράττουμε εμείς στο Θεό ...;

 
  ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός;

Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του.

Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν.

Γιατί δε θ' απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν' ανησυχούν, γιατί αργά ή γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν.

Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν' ανησυχούν, αν όσα λένε γι' αυτούς είναι αληθινά.


Αξιολύπητοι, βλέπεις, είναι οι αμαρτωλοί, έστω κι αν κανένας δεν τους κατηγορεί. Αξιοζήλευτοι, απεναντίας, είναι οι ενάρετοι, έστω κι αν ο κόσμος όλος τους κατατρέχει.

Γιατί, όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου είναι ήσυχη, όσες τρικυμίες κι αν ξεσηκώνονται εναντίον του, αυτός θα βρίσκεται πάντα σε λιμάνι γαλήνιο. Όταν, όμως, η συνείδησή του είναι ταραγμένη, ακόμη κι αν όλα του έρχονται ευνοϊκά, θα βασανίζεται, σαν τον ναυαγό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ενας μοναχός ρωτησε  τον   Αββάν Ιωσήφ: 

-Ούτε στην άσκηση τα καταφέρνω, ούτε στα έργα της αγάπης και στον κόπο της ιεραποστολής πετυχαίνω. Τι να κάνω;

Ο σοφός γέροντας με την πλούσια πείρα της ασκήσεως στην έρημο απαντάει:

-Κι αν δεν μπορείς, από κόπο ή αδυναμία, να κάνεις τίποτε απ' αυτά τα θεάρεστα έργα, τήρησε τουλάχιστον τη συνείδηση ανένοχη από κάθε κακό για τον αδελφό σου. Ούτε πράξη ούτε λογισμός εναντίον του να τη βαραίνει ...;

Τόσο δύσκολο! Πώς να το πετύχει κανείς;

Στροφή στον εσωτερικό κόσμο, το μάτι στις δικές μας αμαρτίες, στα καθημερινά πταίσματα, στις πτώσεις και την ασυνεσία μας.

Τότε ίσως πιάνεις αμυδρότερα τα λάθη των άλλων και λιγότερο απασχολούν το λογισμό και την κρίση σου ή τουλάχιστον λιγότερο σ' ενοχλούν.

Όμως είναι σκληρή η πραγματικότητα. Ο άλλος είναι ζωντανός κοντά μας, στο σπίτι, στο Πανεπιστήμιο, στο γραφείο, στη συνεργασία.

Με τη στάση, με το λόγο του, με τη συμπεριφορά του μας ενοχλεί, μας πιέζει, μας συκοφαντεί, μας αδικεί, μας κουράζει με το χαρακτήρα του. Αγωνιζόμαστε να μην ανταποδώσουμε ίσως κάτι κακό με πράξη και λόγο, αλλά ο λογισμός δουλεύει, δε χαλιναγωγείται εύκολα η σκέψη.

Και ο Αββάς Μωυσής, διαπιστώνοντας πόσο βαθιά φθείρει την πνευματική ζωή ο λογισμός, που φτάνει στην κατάκριση, οδηγείται στο συμπέρασμα:

« ...οφείλει άνθρωπος αποθανείν από του εταίρου αυτού του μη κρίνειν αυτόν έν τινι».

Ο άγιος ερημίτης προτείνει ακραίες λύσεις για ν' αποφύγει ο αγωνιζόμενος το λογισμό της κατακρίσεως.

Θεώρησε νεκρό τον εαυτό σου κι έτσι δεν έχεις πια καμιά δύναμη να κατακρίνεις τον άλλο, να σκέφτεσαι τα του άλλου.

«Έλεγον περί του Αββά Ποιμένος ότι, όταν ήμελλεν εις σύναξιν ελθείν, εκάθητο κατ' ιδίαν διακρίνων τους λογισμούς αυτού, ωσεί ώραν μίαν  και ούτω εξήρχετο ...».

Όχι μια ώρα, αλλά έστω αν ένα λεπτό, λίγες στιγμές, πριν από τις συναντήσεις μας με τους φίλους, τους συνεργάτες, τους συναδέλφους, τους αδελφούς, ελέγχαμε τους διαλογισμούς μας, πόσο πιο σωστοί θα είμαστε στις σχέσεις μας.

«Είπεν ο Αββάς Ισαάκ, ότι ουδέποτε εισήνεγκα εις το κελλίον μου λογισμόν κατά αδελφού θλίψαντός με ...;».

Τι σπάνια, άγια μαρτυρία!

Με ένα τέτοιο αγώνα τηρεί κανείς τη συνείδηση «από του πλησίον από παντός κακού και σώζεται ...;»!

 

Εσύ να μην κοιτάς τι κάνουν οι άλλοι ούτε να εξετάζεις πώς και γιατί το κάνουν.

Σκοπός δικός σου να είναι ο εξαγνισμός της ψυχής σου και η τέλεια υποταγή του νου σου στη Θεία Χάρη.

Για χάρη αυτού του σκοπού να κάνεις τα πάντα, να προσεύχεσαι, να μελετάς, να λες την ευχή του Χριστού μας ταπεινά, συναισθανόμενος ότι έχεις απόλυτη ανάγκη από το έλεος του Θεού και με λίγα λόγια, να κοιτάς τα πνευματικά σου.

πατήρ Παισιος

Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο και να μην πικραίνεσθε λόγω εγωισμού. Η ταπείνωση είναι ασφαλής οδηγός " δεν αφήνει αυτόν που την έχει να προσκρούσει σε υφάλους απροσεξίας και να συντριβεί " αλλά ως οδηγός φωτεινός οδηγεί άπταιστα επί του ασφαλούς.

Ο εγωισμός είναι το κάκιστο των κακών " αυτός μας δημιουργεί όλα τα σφάλματα, με τους ανυπότακτους λογισμούς. Φοβηθείτε τον και προσπαθείτε να απαλλαγείτε απ' αυτόν, καθώς όσο μένει μέσα μας αχτύπητος, τόσο θα μας πληγώνει με ανάλογους πόνους.

" Παρακαλώ μην κατακρίνετε ο ένας τον άλλο, διότι είναι πέρα για πέρα εγωισμός " ας δικαιολογεί ο αδελφός του αδελφού το σφάλμα, κι αυτό είναι μαρτυρία ταπεινώσεως και αγάπης. Αυτός ο αδελφός που το κάνει αυτό θα βρει πολλή τη χάρη του Θεού " εκείνος όμως που κρίνει και σκανδαλίζει τον πλησίον του, πρέπει να γνωρίζει ότι όχι χάρη δε θα βρει, αλλά και αν κάτι έχει θα το χάσει, για να μάθει το μάθημα της ταπείνωσης διά του παθήματος.

Φοβηθείτε περισσότερο την εσωτερική κατάκριση, αυτή που γίνεται με τους λογισμούς " κι αυτό, γιατί δεν έρχεται στο φως με τον προφορικό λόγο, που ενδέχεται να διορθωθεί απ' αυτόν που την ακούει. Προσέξτε, λέω, την ένδοθεν κατάκριση, που ανεπαίσθητα μας ενοχοποιεί θανάσιμα και μας στερεί τη ζωή της θείας χάριτος και μας προσφέρει ως ποτό πικρότατο, την ψυχική νέκρωση.

Πόσα και πόσα δε μας λένε το ιερό Ευαγγέλιο και οι Πατέρες περί κατακρίσεως. Καλύτερα να πέσει από ψηλά, παρά από τη γλώσσα.

Εύχομαι η αγάπη και η ακατακρισία να βασιλεύουν σε όλες τις εκδηλώσεις μεταξύ σας, ώστε το Άγιο Πνεύμα να αναπαύεται στις ψυχές σας.

(από τις «Πατρικές Νουθεσίες» του Γέροντος Εφραίμ, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Φιλοθέου)

- Γέροντα, όταν βλέπω κάποια αταξία στο διακόνημα, κατακρίνω μέσα μου.

- Εσύ, να κοιτάς την ευταξία τη δική σου και όχι τις αταξίες των άλλων. Να είσαι αυστηρή με τον εαυτό σου και όχι με τους άλλους. Τι δουλειά έκανες σήμερα;

- Ξεσκόνιζα.

- Ξεσκόνιζες τους άλλους ή τον εαυτό σου;

- Δυστυχώς τους άλλους.

- Κοίταξε, θα αρχίσεις να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου, όταν πάψεις να ασχολείσαι με το τι κάνουν οι άλλοι γύρω σου.

Αν ασχολείσαι με τον εαυτό σου και πάψεις να ασχολείσαι με τους άλλους, θα βλέπεις μόνο α δικά σου σφάλματα και στους άλλους δε θα βρίσκεις κανένα σφάλμα. Τότε θα απελπισθείς με την καλή έννοια από τον εαυτό σου και θα κατακρίνεις μόνο τον εαυτό σου.

Θα αισθάνεσαι την αμαρτωλότητά σου και θα αγωνίζεσαι να απαλλαγείς από τις αδυναμίες σου. Ύστερα, όταν θα βλέπεις στους άλλους κάποια αδυναμία, θα λες: «Μήπως εγώ ξεπέρασα τις αδυναμίες μου; Πώς λοιπόν έχω τέτοια απαίτηση από τους άλλους;».

Γι' αυτό να μελετάς και να παρακολουθείς συνέχεια τον εαυτό σου, για να αποφεύγεις την κρυφή υπερηφάνεια, και να έχεις αυτομεμψία με διάκριση, για να αποφεύγεις την εσωτερική κατάκριση " έτσι θα διορθωθείς.

- Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ γράφει: «Εάν αγαπάς την καθαρότητα, εισελθών έργασαι εν τη αμπέλω της καρδίας σου, εκρίζωσον εκ της ψυχής σου τα πάθη, έργασαι μη γνώναι κακίαν ανθρώπου». Τι εννοεί;

- Εννοεί να στραφείς στον εαυτό σου και να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου. Οι Άγιοι πώς αγίασαν; Είχαν στραφεί στον εαυτό τους και έβλεπαν μόνο τα δικά τους πάθη. Με την αυτοκριτική και την αυτομεμψία που είχαν, έπεσαν τα λέπια από τα μάτια της ψυχής τους και έφτασαν να βλέπουν καθαρά και βαθιά.

Έβλεπαν τον εαυτό τους κάτω από όλους τους ανθρώπους και όλους τους θεωρούσαν καλύτερους από τον εαυτό τους. Τα δικά τους σφάλματα τα έβλεπαν μεγάλα και τα σφάλματα των άλλων πολύ μικρά, γιατί έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής τους και όχι με τα γήινα μάτια.

Έτσι εξηγείται όταν έλεγαν: «Εγώ είμαι χειρότερος από όλους τους ανθρώπους». Τα μάτια της ψυχής τους είχαν καθαρίσει και είχαν γίνει διόπτρες, γι' αυτό και έβλεπαν τα μικρά τους σφάλματα - τα ξυλαράκια - σαν δοκάρια.

Εμείς όμως, ενώ τα σφάλματά μας είναι δοκάρια, δεν τα βλέπουμε ή τα βλέπουμε σαν ξυλαράκια. Κοιτάμε τους άλλους με το μικροσκόπιο και βλέπουμε τα δικά τους αμαρτήματα μεγάλα, ενώ τα δικά μας δεν τα βλέπουμε, γιατί δεν καθάρισαν τα μάτια της ψυχής μας.

Η βάση είναι να καθαρίσουν τα μάτια της ψυχής. Όταν ο Χριστός ρώτησε τον τυφλό: «πώς βλέπεις τώρα τους ανθρώπους;», εκείνος Του απάντησε: «σαν δέντρα», γιατί δεν είχε αποκατασταθεί όλο το φως του.

Όταν αποκαταστάθηκε όλο το φως του, τότε έβλεπε καθαρά. Θέλω να πω ότι ο άνθρωπος, όταν φτάσει σε καλή πνευματική κατάσταση, όλα τα βλέπει καθαρά, όλα τα σφάλματα των άλλων τα δικαιολογεί, με την καλή έννοια, γιατί τα βλέπει με το θεϊκό μάτι και όχι με το ανθρώπινο.

 Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου