Μια μικρή αληθινή ιστορία

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΙ

Ο Μαρκ είχε γεννηθεί µε µία πολύ βαριά ασθένεια του ανοσοποιητικού συστήµατος Ένα σύνδροµο ανεπάρκειας της άµυνας του οργανισµού, που κάποια γενετική αλλοίωση του είχε φορτώσει για πάντα Τα παιδιά που γεννιούνται µε αυτή τη βαριά ανωµαλία -πολύ σπάνια ευτυχώς- έχουν πολύ λίγες πιθανότητες επιβίωσης, ή τουλάχιστον είχαν όταν ο Μαρκ ήρθε στον κόσµο. Δεδοµένης της ανικανότητας να παραχθούν αντισώµατα, οποιαδήποτε µόλυνση µπορούσε να τον αποτελειώσει σε λίγες εβδοµάδες, όσο συνηθισµένη κι αν ήταν για έναν κανονικό άνθρωπο. Η µόνη λύση ήταν να δηµιουργηθεί γύρω του ένα αποστειρωµένο περιβάλλον, όπου ο Μαρκ θα µπορούσε να ζει ελπίζοντας πως η επιστήµη θα ανακάλυπτε µια άλλη λύση για το ανοσοποιητικό του πρόβληµα.

Γιος ενός αυστηρού και εργατικού αγροτικού γιατρού και µιας δασκάλας, ο Μαρκ είχε την ευκαιρία να επιβιώσει τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας χάρη στις οικονοµικές προσπάθειες των γονιών του, χάρη στο δικό του θάρρος και κυρίως, χάρη στη σχεδόν αποκλειστική αφοσίωση της µητέρας του. Ζώντας σε µια κρεβατοκάµαρα κι ένα γραφείο µ’ ένα µπάνιο ανάµεσά τους και αποµονωµένος από το υπόλοιπο σπίτι και τον κόσµο, µε ερµητικά κλειστές πλαστικές κουρτίνες, τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του δεχόταν µετρηµένες επισκέψεις στον ιδιωτικό και προστατευµένο χώρο του. Για να αποφευχθεί η εισαγωγή µικροβίων που θα αποτελούσαν πιθανή απειλή για τη ζωή του Μαρκ, κανείς δεν µπορούσε να τον πλησιάσει χωρίς να έχει πλύνει τα χέρια του µε αντισηπτικό και χωρίς να φοράει αποστειρωµένα ρούχα, στολή χειρουργού, µπότες και µαντίλι στο στόµα. Κατά τη διάρκεια αυτών των είκοσι χρόνων, ο Μαρκ είχε µάθει ό,τι ήξερε από τα αυστηρά και µεθοδικά µαθήµατα της µητέρας του, τις εις βάθος συζητήσεις µαζί της, από λίγα βιβλία που έφταναν στα χέρια του (καινούρια, καθαρά και αποστειρωµένα) και από τα λίγα που έβλεπε στην τηλεόραση. Εκτός από αυτά, ο µοναδικός του τρόπος επικοινωνίας ήταν γράµµατα, φωτογραφίες και κάποιες συζητήσεις από το τηλέφωνο µε την υπόλοιπη οικογένεια.

Ήταν η µέρα που συµπλήρωσε τα εικοσιένα του, όταν ζητησε από τη µητέρα του να αλλάξει και να µπει στο δωµάτιό του. Ήθελε να της µιλήσει.

«Μαµά» της είπε πολύ ήρεµα, «έχω πάρει µια απόφαση. Θα ταξιδέψω … »

Η µητέρα παρέλυσε όταν άκουσε το γιό της. Βγαίνοντας από το αποστειρωµένο περιβάλλον του δωµατίου του έβαζε σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή του. Πράγµατι, η µοναδική φορά που είχε εγκαταλείψει το δωµάτιο ήταν όταν είχε πεθάνει ο πατέρας του και, παρά τις προφυλάξεις που είχε πάρει, ένας ιός της γρίπης που έφτασε στο σώµα του παραλίγο να τον σκοτώσει.

Για δυο εβδοµάδες, κανείς από την οµάδα των γιατρών που τον παρακολουθούσαν -ούτε ο ίδιος ο Δρ. Σκόρο- δεν µπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι θα ξεπερνούσε τον κίνδυνο.

«Γιε µου» του είπε στο τέλος, «ξέρεις ότι δεν µπορείς να το κάνεις αυτό. Εγώ θα έδινα και τη ζωή µου, το ξέρεις, για να σου χάριζα αυτήν τη δυνατότητα, αλλά είναι αδύνατον και λυπάµαι.»

Κοίτα µαµά» είπε ο Μαρκ, «είµαι είκοσι ενός. Κανείς με αυτήν την αρρώστια δεν έχει ξεπεράσει τα είκοσι έξι, κι ας είχαν την ίδια η καλύτερη φροντίδα από µενα. Υποτίθεται πως, αφού τελειώσει η ανάπτυξη, αρχίζει η προοδευτική και μη αναστρέψιµη φθορά στο συκώτι και τη σπλήνα. εγώ δεν θέλω να πεθάνω, µαµά. Αλλά λιγότερο θέλω να εγκαταλείψω αυτόν τον κόσµο χωρίς να έχω δει τη Μόνα Λίζα. Δεν θέλω να πεθάνω χωρίς να έχω πατήσει ποτέ την άµµο µιας παραλίας ή χωρίς να έχω κάνει µπάνιο στη θάλασσα, κι ας είναι µόνο για µία φορά. Δε θέλω να φύγω για πάντα χωρίς να έχω επισκεφτεί τη θεία Γερτρούδη και τη φάρµα της στην Καλιφόρνια. Δεν θα πεθάνω, µαµά, χωρίς να σε αγκαλιάσω και να αισθανθώ το µάγουλό σου πάνω στο δικό µου, χωρίς τίποτα ανάµεσά τους, κι ας είναι µόνο για µία φορά.»

Η µητέρα έκλαιγε, αλλά του απάντησε:

«Η επιστήµη προοδεύει, Μαρκ. Ίσως σε µερικά χρόνια, αυτό που µέχρι σήµερα είναι ανίατο, να θεραπεύεται. Περίµενε λίγο, γιε µου … »

«Είµαι πρόθυµος να ακούσω τον Δρ. Σκόρο» είπε ο Μαρκ. «Αν αυτός πει πως υπάρχει κάτι νέο, αν µου δώσει κάποια εναλλακτική λύση, αν έχει κάποια πληροφορία που αγνοώ, θα ξανασκεφτώ τη στάση µου. Αλλά αν δεν είναι έτσι, µαµά, σ’ το λέω από τώρα: εγώ θα βγω απ’ αυτή τη φούσκα και θα ηθελα να πάω στην Ευρώπη µαζί σου, και στην παραλία και στη φάρµα της αδελφής σου. Βέβαια, αν δε θες να γίνεις συνεργός µου, µπορώ να το καταλάβω και θα το κάνω όπως και να ‘χει, ακόµα και µόνος.»

Ούτε ο Δρ. Σκόρο συµφωνούσε µε την απόφαση του Μαρκ. Του είπε πως, αν εκτεθεί στον έξω κόσµο, θα επιβιώσει έξι, το πολύ οχτώ, µήνες, αλλά όχι παραπάνω. Φυσικά, -δεν ήταν διατεθειµένος να πει ψέµατα-, από ιατρικά νέα δεν είχε τίποτα. Μπροστά στην αµετάκλητη απόφαση του Μαρκ, η µητερα αποφάσισε να τον συνοδέψει στην τελευταία του Περιπέτεια.

Σχεδόν ένα µήνα αργότερα θαύµαζαν, απολαµβάνοντας, τα γλυπτά του Λούβρου, τους πίνακες του Πράδο, τα αρχαία της Ελλάδας και τις πλατείες της Ρώµης.

Από ‘κει πέταξαν για την Καλιφόρνια. Ο Μαρκ έλεγε πως δεν υπήρχε και τόσος χρόνος και είχε πολλά να κάνει. Η οικογένεια µε χαρά συνόδεψε τον Μαρκ στην πρώτη του ανάβαση σε άλογο, του έδειξαν πώς να αρµέγει τις αγελάδες και μοιράστηκαν µε τη µητέρα και τον γιο τη στιγµή που ο Μάρκ έκλαψε από συγκίνηση µπροστά στην απεραντοσύνη του ωκεανού.

Πήγαιναν τέσσερις µήνες που έλειπαν από το σπίτι, όταν λίγα δέκατα συννέφιασαν τη χαρά όλων. Η µητέρα ζήτησε από τον Μαρκ να γυρίσουν στην πόλη και να επισκεφτούν τον Δρ. Σκόρο, κι έτσι έκαναν.

Οι εξετάσεις δεν έδειξαν τίποτα το αναπάντεχο. ‘Ενα κρύωμα δεν ήταν επιπλοκή για κάποιον που δεν είχε ανεπάρκεια ανοσοποιητικού, αλλά ο Μαρκ χρειαζόταν παρά πολλή προσοχή. Η ιατρική οµάδα συνέστησε την επιστροφή στη μόνωση του πλαστικού, αλλά ο Μαρκ αρνήθηκε. Οι γιατροί μπόρεσαν µόνο να αποσπάσουν την υπόσχεση του ασθενή ότι θα ξεκουραζόταν στο σπίτι για µερικές εβδοµάδες.

Ήταν µέρες µεγάλης αγωνίας για τη µητέρα του Μαρκ, που αναρωτιόταν αν είχε κάνει λάθος. Θα έπρεπε να είχε εναντιωθεί µε περισσότερη επιµονή; Ίσως τα σχέδιά του να ήταν μεγάλα λόγια, και χωρίς την παρέα της µαµάς του ο Μαρκ να μην είχε τολµήσει να κάνει το βήµα που τώρα απειλούσε να γίνει η τελευταία επιθυµία του.

«Μαµά» φώναξε το παιδί από το κρεβάτι.

«Εδώ είµαι, παιδί µου, χρειάζεσαι κάτι;»

«αγκάλιασε µε» της ζήτησε και, καθώς πίεζε το µάγουλό του πάνω στο δικό της, της είπε, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της.

Σ΄ ευχαριστώ πολύ, µαµα, εγώ ξέρω πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν να δεχτείς την απόφαση µου.

Ο σεβασµος σου για μένα μπορεί να συγκριθεί µονο µε την αγάπη µε την οποία πάντα µε φρόντιζες.»

«ίσως έπρεπε να είχα επιµείνει να µην πας … »

«Το έκανες, µαµά … Θα είχα πάει έτσι κι αλλιώς, αλλά ασφαλώς δεν θα είχα περάσει τόσο καλά» είπε ο Μαρκ χαµογελώντας.

Μετά από δύο εβδοµάδες ξεκούρασης και µητρικης φροντίδας, τα φάρµακα έφεραν αποτέλεσµα και ο κίνδυνος πέρασε. Ο Μαρκ σηκώθηκε από το κρεβάτι – στην αρχή µε την άδεια να τριγυρνάει µες στο σπίτι και µετά να κάνει σύντοµες βόλτες στην πόλη.

Σε µία από τις πρώτες εξόδους του πήγε στο τεράστιο εµπορικό κέντρο κοντά στο σπίτι του. Σκόπευε να αγοράσει βιβλία για το Ισραήλ και την Αίγυπτο – τους επόµενους προορισµούς του, όπως είπε στη µητέρα του. Περνώντας από το δισκάδικο σκέφτηκε πως η µουσική αυτών των τόπων θα πρέπει να ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να πρωτογνωρίσει την κουλτούρα τους, και µπαίνοντας την είδε.

Ήταν µια κοπελίτσα γύρω στα είκοσι, µε τα µαλλιά γεµάτα µπούκλες, µελαχρινή και µε δύο υπέροχα πράσινα µάτια, που στον Μαρκ έµοιαζαν να λάµπουν από µακριά. Σαν να τον τράβηξε µαγνήτης, την πλησίασε κι έµεινε κοκαλωµένος να την κοιτάζει.

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η κοπέλα τον ρώτησε: «Μπορώ να σε βοηθήσω;»

Κι αυτός σκέφτηκε να της πει: «Ναι, Πάµε να πιούµε κάτι. Πάµε να κάνουµε µια βόλτα. Άσε µε να σε κοιτάζω για ώρες. Πες µου κάτι για σένα … » Αλλά δεν µπόρεσε. Ένας κόµπος είχε ανέβει στον λαιμό του και, ξεροκαταπίνοντας, είπε µονο:

«Θέλω αυτό το cd» πήρε το πρώτο που βρήκε µπροστά του και το έδωσε στην πωλήτρια χωρίς καν να το κοιτάξει.

Εκείνη χαµογέλασε παίρνοντας το cd και ρώτησε: «Κάτι άλλο;»

Ο Μαρκ έχασε και αυτή τη δεύτερη ευκαιρία και, απλά έγνεψε όχι µε το κεφάλι. Ο κόµπος δεν τον άφηνε να µιλήσει.

Η κοπέλα ρώτησε ακόµα: «Είναι για δώρο;»

«Όχι. Είναι για µένα.»

«Θέλεις να σ’ το τυλίξω έτσι κι αλλιώς;»

«Ννννναι … » ψέλλισε το παιδί, συνειδητοποιώντας πως αυτό θα του έδινε λίγο χρόνο παραπάνω. Ίσως σ’ εκείνα τα λεπτά …

Καθώς αυτή τύλιγε τη θήκη του cd, ο Μαρκ σκεφτόταν όλα όσα θα µπορούσε να της πει αλλά ήξερε ότι δεν θα τολµούσε.

Όταν βγήκε από το µαγαζί η µαµά του τον ρώτησε αν είχε βρει αυτό που έψαχνε και ο Μαρκ της απάντησε αινιγµατικά: «Ναι Υποθέτω πως ναι».

Όταν έφτασαν σπίτι, διηγήθηκε στη µητέρα του όλο το συµβάν κι έβρισε τον εαυτό του που δεν είχε τολµήσει να πει τίποτα. Η µητέρα τον ηρέµησε λέγοντάς του πως µπορούσε να ξαναπάει στο µαγαζί την επόµενη εβδοµάδα και να βρει το θάρρος να της προτείνει να βγούνε ή να της ζητήσει το τηλέφωνό της για να µπορεί να την πάρει. Ο νέος δέχτηκε πως η µητέρα του, για άλλη µια φορά, είχε δίκιο. Μπορούσε να επιστρέψει, αλλά όχι σε µία βδοµάδα, την επόµενη µέρα.

Αυτή τη φορά ανακάτεψε κάτι ράφια κάνοντας πως ψάχνει κάτι σπάνιο, για να βρει ευκαιρία να την κοιτάξει.

Του φάνηκε ακόµα πιο όµορφη από την προηγούµενη µέρα. Όταν πήγε πιο κοντά, εκείνη φάνηκε να τον αναγνωρίζει, γιατί µε ένα χαμόγελο τον πλησίασε και του είπε:

«Γεια … Μπορώ να σε βοηθήσω;»

Ο Μαρκ αισθάνθηκε να κοκκινίζει και αυτό τον έκανε να ντραπεί. Έβηξε, ξεροκατάπιε ξανά και τελικά είπε:

«Αυτό το cd».

«Κι άλλο δώρο … Για σένα;» είπε η νεαρή, καθώς ο Μαρκ ανακάλυπτε ένα ταµπελάκι µε το όνοµά της, Τζένιφερ, και χαιρόταν που τον είχε θυµηθεί.

«Ναι. Παρακαλώ … » απάντησε µαγεµένος. Για άλλη µια φορά, η ιεροτελεστία θαυµασµού της πλάτης της κοπέλας, καθώς εκείνη τύλιγε το χαρτί και την κορδέλα του αµπαλάζ. Για άλλη µια φορά, το ελάχιστο άγγιγµα των δαχτύλων της, καθώς της έδινε την πιστωτική κάρτα. Για άλλη µια φορά οι µατιές τους συναντήθηκαν φευγαλέα και, κυρίως, για άλλη µια φορά, η δειλία και η ντροπή του τον ανάγκασαν να µείνει σιωπηλός.

Έτσι, ο Μαρκ συνέχισε να πηγαίνει στο δισκοπωλείο δύο-τρεις φορές τη βδοµάδα, κάθε φορά ελπίζοντας πως θα τολµούσε να της µιλήσει. Αλλά, κάθε φορά, αφού αγόραζε ένα cd τυλιγµένο µε πολύχρωµα χαρτιά κι όλο και πιο φανταχτερές κορδέλες, έφτανε σπίτι και το φύλαγε στην ντουλάπα του δωµατίου του χωρίς να το ανοίξει, σαν σύµβολο της ατολµίας του.

Μέχρι που, µια µέρα, ο νέος πήρε µια απόφαση. Εκείνη τη φορά θα της µιλούσε, θα έπαιρνε το ρίσκο, θα τολµούσε να ζήσει την απόρριψή της. Άλλωστε, όπως έλεγε η µητέρα του, δεν είχε τίποτα να χάσει και πολλά να κερδίσει Ο Μαρκ δεν αισθανόταν καλά εκείνες τις µέρες. Μερικά δέκατα έδειχναν πως κάποιο νέο µικρόβιο τον ενοχλούσε. Τη Δευτέρα θα πήγαινε να επισκεφτεί τον Δρ. Σκόρο.

Όπως κάθε Σάββατο, το εµπορικό κέντρο ήταν γεµάτο κόσµο. Ο Μαρκ περιπλανήθηκε άσκοπα περιµένοντας να περάσει η ώρα και µετά, όταν όλοι άρχισαν να φεύγουν, µπήκε στο δισκοπωλείο και πήγε κατευθείαν προς την Τζένιφερ. Εκείνη τον είδε να έρχεται και χαµογέλασε.

«Ήθελα … » άρχισε.

«Ναι;» είπε αυτή.

«Ήθελα … αυτό το cd» είπε για άλλη µια φορά, µε µια άγνωστη θήκη στο χέρι.

«Φυσικά» είπε η Τζένιφερ.

Και χωρίς να ρωτήσει, πήγε στον πάγκο του αµπαλάζ για να το τυλίξει για δώρο.

Ο Μαρκ αναθεµάτισε σιωπηλά τον εαυτό του. Αλλά, πριν η Τζένιφερ γυρίσει να του δώσει το cd, τόλµησε να κάνει κάτι. Πήρε ένα µπλοκ αποδείξεων που έγραφε πάνω το όνοµα της κοπέλας κι έγραψε χωρίς εκείνη να τον πάρει είδηση: «Γεια. Με λένε Μαρκ. Μένω εδώ. Θα ήθελα πολύ να πάµε να πιούµε κάτι και να µιλήσουµε. Αυτό είναι το τηλέφωνό µου 298-345688».

Και αφού το έγραψε, έκλεισε το µπλοκ και πλήρωσε φεύγοντας σαν να µην είχε συµβει τίποτα.

Τη Δευτέρα, χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού του. Η µητέρα το σήκωσε.

«Ναι;»

«Γεια σας … Ειµαι η Τζένιφερ, µπορώ να µιλήσω µε τον Μαρκ, παρακαλώ;»

Ακολούθησε µια µακριά σιωπή στη γραµµή, µέχρι η µητέρα να ξαναβρεί την ανάσα της και να απαντήσει: «Λυπάµαι, Τζένη … Ο Μαρκ πέθανε χτες.»

Ίσως επειδή δεν υπήρξαν άλλες πωλήσεις εκείνη τη µέρα, ή επειδή τις Κυριακές η Τζένιφερ είχε ρεπό, το αποτέλεσµα ήταν να βρει το σηµείωµα του Μαρκ, όταν ήταν πια αργά.

Η µητέρα έκλεισε το τηλέφωνο κλαίγοντας. Και χωρίς κανένα λόγο πήγε µέχρι το άδειο πια για πάντα υπνοδωµάτιο του γιου της. Άνοιξε την ντουλάπα και κοίταξε τη στοίβα µε τα τυλιγµένα cd στο πρώτο ράφι.

Από περιέργεια η χωρίς κανένα λόγο άνοιξε το πρώτο από κάτω για να δει τι είχε µεσα.

Πάνω στο cd ήταν κολληµένο ένα σηµείωµα που έλεγε:

«Γεια. Είµαι η Τζένιφερ. Είµαι καινούργια στην πόλη. Δεν έχω κανένα φίλο, θα ήθελες να πιεις κάτι µαζί µου … ;»

Η µητέρα άνοιξε τα υπόλοιπα cd.

Καθένα απ’ αυτά είχε κολληµένο ένα σηµείωµα που η Τζένη είχε γράψει χωρίς να τη βλέπει ο Μαρκ, και είχε κρύψει κάτω από το περιτύλιγµα. Πιθανότατα µε τον ίδιο φόβο της απόρριψης, όπως και ο γιος της. Μάλλον, χωρίς να τολµήσει ούτε αυτή να πάρει το ρίσκο.

«Έχεις δυο µάτια πολύ όµορφα και βλέµµα θλιµµένο. Δε θέλεις να βρεθούµε να µιλήσουµε;»

«Με λένε Τζένιφερ και θέλω πραγµατικά να σε γνωρίσω … »

«Γεια. Είµαι η Τζένιφερ … Δε θέλεις να γίνουµε φίλοι;

    Βασίσου πάνω μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ξυλοκόπος και το τσεκούρι

Μια φορά και έναν καιρό, ένας σωματώδης και δυνατός ξυλοκόπος ζήτησε δουλειά σε κάποιο χονδρέμπορο ξυλείας.

Ο έμπορος τον προσέλαβε με καλό μισθό και καλές συνθήκες δουλειάς. Έτσι ο ξυλοκόπος αποφάσισε να δώσει τον καλύτερο εαυτό του.

Το αφεντικό του έδωσε ένα τσεκούρι και του υπέδειξε που να δουλέψει. Την πρώτη μέρα ο ξυλοκόπος έφερε 18 κορμούς δένδρων.
“ Συγχαρητήρια,” είπε το αφεντικό. “Συνέχισε έτσι!”

Χαρούμενος από τα λόγια του αφεντικού, ο ξυλοκόπος προσπάθησε ακόμη περισσότερο την επόμενη ημέρα αλλά μπόρεσε να φέρει μόνο 15 κορμούς. Την Τρίτη μέρα προσπάθησε ακόμα πιο πολύ, αλλά έφερε μόνο δέκα κορμούς. Κάθε μέρα, ενώ προσπαθούσε δυνατότερα, έφερνε όλο και πιο λίγους κορμούς.

“ Θα πρέπει να χάνω δυνάμεις”, σκέφτηκε ο ξυλοκόπος. Τότε πήγε στο αφεντικό και ζήτησε συγνώμη, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τι έχει συμβεί.
“ Πότε ήταν η τελευταία φορά που τρόχισες το τσεκούρι;” ρώτησε το αφεντικό.
“ Να το τροχίσω; Δεν είχα χρόνο να το τροχίσω. Ήμουν πολύ απασχολημένος κόβοντας δέντρα…”

Έτσι συμβαίνει και στην πραγματική μας ζωή. Δεν βρίσκουμε ποτέ χρόνο να ακονίσουμε “το τσεκούρι”. Συμβαίνει καθημερινά να είμαστε όλο και πιο απασχολημένοι και παράλληλα πιο δυστυχισμένοι.

Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Μήπως ξεχάσαμε να είμαστε έξυπνοι; Δεν υπάρχει πρόβλημα στο να εργάζεται κάποιος πολύ σκληρά. Αλλά δεν πρέπει να εργάζεται τόσο σκληρά ώστε να παραμελεί τα σημαντικά καθημερινά πράγματα, όπως την προσωπική ζωή, την προσευχή, την οικογένεια, το διάβασμα κτλ κτλ. Όλοι χρειαζόμαστε χρόνο να χαλαρώσουμε, να σκαφτούμε, να μάθουμε και να αναπτυχθούμε.

Αν δεν βρούμε χρόνο να τροχίσουμε “το τσεκούρι”, γινόμαστε νωθροί και ο νους χάνει τις ικανότητες του.

Αγνώστου Συγγραφέα

Απόδοση Πάνος Τσινόπουλος 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ιστορία με τα δύο βότσαλα και η φαντασία στην επίλυση προβλημάτων

 

Μια κινέζικη ιστορία για δύο βότσαλα... Υπήρχε μια φορά σ' ένα μικρό χωριό ένας φτωχός γεωργός που χρωστούσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό σε ένα τσιγκούνη γέρο και έφθανε ο καιρός που θα έπρεπε να του το επιστρέψει. Ο γεωργός είχε μια πολύ όμορφη κόρη την όποια λιγουρευόταν ο γέρο-κατεργάρης και έτσι του πρότεινε μια συμφωνία.

Του είπε ότι θα ακυρώσει το χρέος αν θα μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του.

Ο αγρότης και η κόρη του ένιωσαν αηδία για την πρόταση αυτή.

Ο γέρο κατεργάρης είπε ότι καλό θα ήταν η τύχη να αποφασίσει για το αποτέλεσμα και συνέχισε:

-Θα βάλω δύο βότσαλα, ένα μαύρο και ένα λευκό σε ένα άδειο πουγκί και η κόρη σου θα πρέπει να τραβήξει ένα από τα δύο, χωρίς να κοιτάξει...

  • Αν βγάλει το μαύρο, πρέπει να με παντρευτεί και το χρέος σου σβήνεται!
  • Αν βγάλει το άσπρο δεν θα με παντρευτεί και το χρέος επίσης, διαγράφεται!
  • Αν αρνηθεί να επιλέξει ένα βότσαλο θα πας στη φυλακή αφού δεν έχεις να πληρώσεις!

Καθώς μιλούσε ο γέρο κατεργάρης, πήγε μπροστά και πήρε από το έδαφος δυο βότσαλα...

Η κόρη όμως που είχε κοφτερή ματιά είδε πως ο γέρος πήρε δυο μαύρα βότσαλα και τα έβαλε μέσα στο πουγκί, αλλά δεν είπε τίποτα.

Ο παλιοδανειστής ζήτησε από την κόρη να επιλέξει ένα βότσαλο...Η συζήτηση γινόταν στο δρόμο μπροστά από το σπίτι του γεωργού και ο δρόμος ήταν όλος στρωμένος με βότσαλα.

Φανταστείτε για μια στιγμή τι θα κάνατε εσείς. Τι θα προτείνατε στη κόρη να κάνει;

Ας αναλύσουμε την κατάσταση, υπάρχουν τρεις περιπτώσεις:

  • Η κόρη αρνείται να πάρει ένα βότσαλο!
  • Η κόρη βγάζει και τα δυο βότσαλα αποκαλύπτοντας ότι ο γέρος τους εξαπάτησε!
  • Η κόρη παίρνει ένα μαύρο βότσαλο και θυσιάζεται, παντρεύεται τον γέρο κάνοντας πως δεν κατάλαβε και σώζει τον πατέρα της από τη φυλακή!

Σκεφτείτε για μια στιγμή την όλη κατάσταση.

Το δίλημμα της κόρη δεν μπορεί να επιλυθεί δίκαια με την παραδοσιακή λογική! Σκεφτείτε τις συνέπειες καθεμιάς από τις τρεις πιθανές επιλογές.

Λοιπόν, τι θα κάνατε;

Να λοιπόν τι έκανε η νεαρή γυναίκα:
Έβαλε το χέρι της στη σακούλα διάλεξε ένα βότσαλο το οποίο δήθεν αδέξια της έπεσε στο έδαφος και προτού να προσδιοριστεί αν ήταν μαύρο ή άσπρο, αναμειγνύεται με τ' άλλα χαλίκια στο έδαφος.

-Αχ! είμαι σίγουρα πολύ αδέξια, δήλωσε λυπημένη η νεαρή γυναίκα, αλλά δεν έχει σημασία ας βγάλουμε το άλλο βότσαλο που έμεινε για να καταλάβουμε πιο από τα δυο βότσαλα είχα πάρει, δεν νομίζετε;

Δεδομένου ότι το δεύτερο βότσαλο ήταν μαύρο, το πρώτο έπρεπε να είναι λευκό.

Ο παλιοδανειστής δεν τόλμησε να αναφέρει την εξαπάτησή του!!!

Η νεαρή γυναίκα κατάφερε να μετατρέψει μια φαινομενικά αδιέξοδη κατάσταση σε μια ιστορία με καλό τέλος.

Ηθικό Δίδαγμα:
Λύση υπάρχει για τα περισσότερα προβλήματα, για να τη βρούμε θα πρέπει να εξετάσουμε διεξοδικά όλες τις οπτικές γωνίες του προβλήματος.

Ευχή:Ας είναι το μέλλον γεμάτο θετικές σκέψεις και σοφές αποφάσεις!

 

 

 

Ό,τι κάνεις, γυρίζει

Κάποια μέρα ένας άνδρας είδε μια γριά γυναίκα που καθόταν στην άκρη του δρόμου, αλλά ακόμη και στο λιγοστό φως της ημέρας, μπορούσε να διακρίνει ότι χρειαζόταν βοήθεια...

Έτσι παρκάρισε το παλιό του αυτοκίνητο μπροστά στην Μερσεντές της και βγήκε από το αμάξι. Εδώ και αρκετές ώρες κανείς δεν είχε σταματήσει να την βοηθήσει. Θα της έκανε κακό; Δεν φαινόταν από τους καλούς τύπους, φαινόταν πεινασμένος και φτωχός. Εκείνος διέκρινε ότι ήταν φοβισμένη, καθώς καθόταν εκεί έξω μέσα στο κρύο.

Κατάλαβε αμέσως πως αισθανόταν η γυναίκα. Εκείνος είπε: "Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Γιατί δεν κάθεσαι να περιμένεις μέσα στο αυτοκίνητο που είναι πιο ζεστά;. Ονομάζομαι Κώστας Ιωάννου."

Το μόνο πρόβλημα είναι ότι είχε ένα σκασμένο λάστιχο, αλλά για την ηλικιωμένη, αυτό ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο Κώστας έσκυψε κάτω από το αμάξι και έβαλε τον γρύλο τραυματίζοντας τους αγκώνες του. Σύντομα άλλαξε το λάστιχο. Αλλά είχε λερωθεί και τραυματιστεί.

Καθώς έσφιγγε τα μπουλόνια, η γυναίκα κατέβασε το παράθυρο και άρχισε να του μιλά.

Του είπε ότι είναι από τον Άγιο Στέφανο και απλά περνούσε από την περιοχή. Δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει για την βοήθεια του. Ο Γιάννης απλά χαμογέλασε κλείνοντας το πόρτ μπαγκάζ. Η γυναίκα τον ρώτησε τι του οφείλει. "Δώστε μου ότι θέλετε", απάντησε ο Κώστας. Η γυναίκα είχε σκεφθεί τι θα μπορούσε να της είχε συμβεί αν δεν σταματούσε ο περαστικός. Ο Κώστας το ξανασκέφτηκε για το αν θα έπρεπε να πληρωθεί. Αυτή δεν ήταν η δουλειά του. Αυτή ήταν μια βοήθεια σε κάποιον που είχε ανάγκη και θυμήθηκε πόσοι τον είχαν βοηθήσει κατά το παρελθόν. Είχε περάσει όλα του τα χρόνια έτσι και του φαινόταν παράξενο να κάνει κάτι διαφορετικό.

Της είπε ότι αν ήθελε να τον ξεπληρώσει, την επόμενη φορά που θα έβλεπε κάποιον που χρειαζόταν βοήθεια θα μπορούσε να τον βοηθήσει σε ότι χρειαζόταν συμπληρώνοντας, "Να θυμάστε εμένα."

Περίμενε μέχρι να βάλει μπρος την μηχανή και να φύγει. Ήταν μια κρύα και καταθλιπτική μέρα, αλλά αισθανόταν πολύ καλά καθώς οδηγούσε προς το σπίτι.

Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω η γυναίκα είδε μια μικρή καφετέρια. Σταμάτησε για να πάρει κάτι να φάει αλλά και να ξεμουδιάσει τα πόδια της. Ήταν ένα πολύ φιλόξενο στέκι. Εξωτερικά υπήρχαν δύο παλιές αντλίες βενζίνης. Το όλο σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό. Η γκαρσόνα την πλησίασε με μια καθαρή πετσέτα για να σκουπίσει τα βρεγμένα της μαλλιά. Είχε ένα πολύ γλυκό χαμόγελο, παρά την κούραση που είχε από την ολοήμερη εργασία. Η γυναίκα διαπίστωσε ότι η γκαρσόνα ήταν οκτώ μηνών έγκυος αλλά δεν επέτρεπε να φανούν οι δυσκολίες της κατάστασής της. Η γριά γυναίκα αναρωτήθηκε πως κάποιος που έχει τόσο λίγα δίνει τόσο πολλά σε ένα άγνωστο. Τότε θυμήθηκε τον Κώστα.

Μόλις ολοκλήρωσε το γεύμα πλήρωσε με εκατό Ευρώ. Η γκαρσόνα πήγε να φέρει τα ρέστα, αλλά η ηλικιωμένη είχε ήδη βγει από την πόρτα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά. Η γκαρσόνα αναρωτήθηκε που μπορεί να έχει πάει. Μετά είδε κάτι γραμμένο επάνω σε μια χαρτοπετσέτα: "Δεν μου οφείλεις τίποτα. Έχω βρεθεί και εγώ σε αυτή την κατάσταση. Κάποιος κάποτε με βοήθησε, με τον τρόπο που σε βοηθώ τώρα και εγώ. Αν πραγματικά θέλεις να μου επιστρέψεις τα ρέστα, να τι θα κάνεις, μην επιτρέψεις την αλυσίδα της αγάπης να κλείσει." Κάτω από την χαρτοπετσέτα βρήκε άλλα 500 Ευρώ.

Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της καθώς το διάβασε.

Υπήρχαν τραπέζια που ήθελαν καθάρισμα, βαζάκια ζάχαρης να γεμίσει και άλλοι πελάτες να εξυπηρετήσει, αλλά η γκαρσόνα τα κατάφερε μια χαρά μέχρι το τέλος της ημέρας. Το βράδυ που έπεσε να ξαπλώσει, σκεφτόταν τα χρήματα που της είχε δώσει η γυναίκα αλλά και αυτά που της είχε γράψει. Πώς να γνώριζε άραγε η ηλικιωμένη γυναίκα πόσο πολύ αυτή και ο άνδρας της χρειαζόταν τόσο πολύ τα χρήματα; Με το μωρό να έρχεται τον επόμενο μήνα, θα ήταν δύσκολα... Ήξερε πόσο προβληματισμένος ήταν ο άντρας της, καθώς κοιμόταν δίπλα της.

Έσκυψε και του έδωσε ένα τρυφερό φιλί και του ψιθύρισε... "Όλα θα πάνε καλά. Σ’αγαπώ Κώστα Ιωάννου"

Υπάρχει μια παλιά φράση που λέει: "Ό,τι κάνεις, γυρίζει."

Μετάφραση – επεξεργασία. Πάνος Τσινόπουλος

 

 

 

Ένα όμορφο και διδακτικό τεστ

Κατά το δεύτερο μήνα των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο, ο καθηγητής μας έδωσε ένα ξαφνικό τεστ με ερωτήσεις. Ήμουν καλός φοιτητής και δεν είχα δυσκολευτεί ποτέ, μέχρι που διάβασα την τελευταία ερώτηση:

- Ποιο είναι το μικρό όνομα της γυναίκας που καθαρίζει το σχολείο μας;

Σίγουρα αυτό είναι ένα είδους αστείο, σκέφτηκα. Είχα δει την καθαρίστρια πολλές φορές. Ήταν ψηλή, με μαύρα μαλλιά και γύρω στα πενήντα. Μα, πώς να ήξερα το όνομά της;

Παρέδωσα το γραπτό μου, αφήνοντας την τελευταίο ερώτημα αναπάντητο.

Λίγο πριν τελειώσει το μάθημα, ένας φοιτητής ρώτησε εάν το τελευταίο ερώτημα θα μετρήσει στον βαθμό.

- Μα, φυσικά, είπε ο καθηγητής. Στη μελλοντική σταδιοδρομία της ζωής σας, θα συναντήσετε πολλούς ανθρώπους. Να θυμάστε:

Όλοι είναι σημαντικοί και όλοι αξίζουν την προσοχή σας, τον σεβασμό και το ενδιαφέρον σας, ακόμη κι αν το μόνο που μπορείτε να κάνετε γι’ αυτούς είναι να χαμογελάτε και να λέτε ένα «γεια σας».

Ποτέ δεν ξέχασα εκείνο το μάθημα. Επίσης, έμαθα και το όνομα εκείνης της γυναίκας, Δωροθέα...

 

 

Ένα διήγημα του Τσέχωφ για την οικονομική εκμετάλλευση, πιο επίκαιρο από ποτέ

Στο διήγημα τουΆντον Τσέχωφ«Ένας αριθμός», η δεσποινίς Ιουλία αντιπροσωπεύει το άβουλο ον που κρατάει παθητική στάση και δεν τολμάει καθόλου να διεκδικήσει τα δικαιώματά της με αποτέλεσμα να γίνεται θύμα οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης. Ένα κείμενο που παρουσιάζει με πολύ παραστατικό τρόπο τα εργασιακά δικαιώματα της εποχής εκείνης. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι το συγκεκριμένο διήγημα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ κι ας γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα...

Tις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
         - Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα 'χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν...  Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...
         - Για σαράντα.
          - Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες...  Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...
         - Δύο μήνες και πέντε μέρες...
         - Δύο μήνες ακριβώς... Το 'χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο μετα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...
         Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
         - Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό... Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;
         Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
         - Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του... Βγάζουμε δύο ρούβλια... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...
         - Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.
         - Το 'χω σημειώσει!
         - Καλά...
         - Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
         Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
         - Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε... Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
         - Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία... ένα και ένα... Πάρ' τα...
         Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
         - Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
         Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
         - Και γιατί με ευχαριστείς;
         - Για τα χρήματα.
         - Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
         - Οι άλλοι δε μου 'διναν τίποτα!...
         - Δε σου 'διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
         Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

Ά. Τσέχωφ (1860-1904),Διηγήματα, Ένας αριθμός, μτφρ. Κ. Σιμόπουλος, Θεμέλιο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο αναζητητής της αλήθειας

Μετά από πολλά χρόνια περιπλάνησης, ένας άνθρωπος που αναζητούσε την αλήθεια βρέθηκε σε μια σπηλιά, στην οποία υπήρχε ένα πηγάδι. Μια και τον είχαν συμβουλέψει να ρωτήσει το πηγάδι για το ποιά είναι η αλήθεια, του έθεσε το θεμελιώδες αυτό ερώτημα. 

Τότε, από τα βάθη της γης ήρθε η εξής απάντηση: «Πήγαινε στο σταυροδρόμι του χωριού κι εκεί θα βρεις αυτό που ζητάς».

Γεμάτος ελπίδα και προσδοκία, ο άνθρωπος έτρεξε στο σταυροδρόμι όπου το μόνο που βρήκε ήταν 3 καταστήματα χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Το ένα κατάστημα πουλούσε μέταλλα, το άλλο ξύλα και το τρίτο λεπτά σύρματα. Τίποτα και κανείς δεν φαινόταν να έχει σχέση με την αποκάλυψη της αλήθειας.

Απογοητευμένος, ο αναζητητής επέστρεψε στο πηγάδι για να ζητήσει εξηγήσεις. Αυτό όμως του είπε μόνο: «Θα καταλάβεις πολύ αργότερα». Όταν ο άνθρωπος διαμαρτυρήθηκε, το μόνο που πήρε ως απάντηση ήταν η ηχώ της δικής του φωνής. Αγανακτισμένος επειδή νόμιζε ότι το πηγάδι τον είχε κοροϊδέψει συνέχισε την περιπλάνησή του για να βρει την αλήθεια. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η ανάμνηση αυτής της εμπειρίας σιγά σιγά ξεθώριαζε μέχρι που ένα βράδυ, έτσι όπως περπατούσε κάτω από το φως του φεγγαριού, του τράβηξε την προσοχή ο ήχος από κάποιον ινδιάνικο ρυθμό. Ήταν μια υπέροχη μουσική που παιζόταν με μεγάλη μαεστρία κι έμπνευση.

Συγκινημένος, πλησίασε τον μουσικό και κοίταξε τα δάχτυλά του να χορεύουν πάνω στις χορδές. Άρχισε να περιεργάζεται το ινδικόσιτάρ, και ξαφνικά άφησε μια χαρούμενη κραυγή: το σιτάρ ήταν φτιαγμένο από σύρματα και κομμάτια από μέταλλο και ξύλο όπως ακριβώς αυτά που είχε δει τότε στα 3 καταστήματα και είχε θεωρήσει ότι δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία.

Τότε επιτέλους, κατάλαβε: έχουμε ήδη όλα όσα χρειαζόμαστε και καθήκον μας είναι να τα συγκεντρώσουμε και να τα χρησιμοποιήσουμε με τον κατάλληλο τρόπο. Κανένα πράγμα δεν έχει νόημα, εφόσον το αντιλαμβανόμαστε ξεχωριστά. Όταν όμως τα κομμάτια ενωθούν σε ένα ενιαίο σύνολο, δημιουργείται κάτι νέο, κάτι που δεν θα μπορούσαμε καν να φανταστούμε βλέποντας τα μέρη του χωριστά.

 

 

 

 

 

Ο μύθος του Αισώπου για τον αετό, το λαγό και το σκαθάρι

Ένας αετός κυνηγούσε κάποτε έναν λαγό με τόσο μεγάλη ταχύτητα και επιδεξιότητα που όλα έδειχναν ότι το άτυχο ζώο δεν θα αργούσε να πέσει στα νύχια του.

Κατατρομαγμένος, απελπισμένος και κουρασμένος από το τρέξιμο ο λαγός συνάντησε ξαφνικά στον δρόμο του ένα μικροσκοπικό σκαθάρι και προσπέφτοντας στα πόδια του είπε:

"Σε παρακαλώ, προστάτεψέ με από τον αετό και βοήθησέ με να γλιτώσω τη ζωή μου." Το σκαθάρι λυπήθηκε τον λαγό, του έδωσε θάρρος και υποσχέθηκε ότι θα του συμπαρασταθεί. Πράγματι, όταν ο αετός πλησίασε το θήραμά του το σκαθάρι μπήκε ανάμεσα σε αυτόν και το λαγό και του φώναξε: "Αυτό το πλάσμα είναι υπό την προστασία μου. Άσε το να ζήσει και ψάξε κάπου αλλού για την τροφή σου."

Ο αετός όμως ακούγοντας τα γενναία λόγια του σκαθαριού και βλέποντας το μικρό μέγεθός του, γέλασε αυτάρεσκα, έκανε μια χαψιά το λαγό και πέταξε μακριά, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες του μικροσκοπικού εντόμου.

Το σκαθάρι όμως πήρε πολύ βαριά αυτή την προσβολή. Ανέβηκε λοιπόν στην απόκρημνη φωλιά όπου προστάτευε τα αυγά του αετός και τα έσπρωξε όλα στον γκρεμό για να σπάσουν. Από τότε ο αετός δεν κατάφερε να ξαναποκτήσει παιδιά γιατί, όσο καλά και αν προστάτευε τη φωλιά του, κάθε φορά που γεννούσε αυγά και απομακρυνόταν για να βρει τροφή, το σκαθάρι ανέβαινε πετώντας μέχρι εκεί και του τα έσπαγε όλα.

Απελπισμένος, ο αετός απευθύνθηκε στο Δία του οποίου ήταν το σύμβολο και ζήτησε την προστασία του. Ο Δίας λοιπόν πήρε τα αυγά του αετού στην αγκαλιά του και υποσχέθηκε να τα προστατεύει μέχρι αυτά να εκκολαφθούν και να προσέχουν πλέον μόνα τους τον εαυτό τους.

Το σκαθάρι όμως δεν πτοήθηκε ούτε από τον νέο γιγαντιαίο και ισχυρό προστάτη των αυγών. Μάζεψε μια μικρή μπάλα κοπριά, πέταξε μέχρι τον Όλυμπο και την έριξε πάνω στο μπράτσο του Δία. Εκνευρισμένος τότε εκείνος έπιασε τον βόλο αυτής της βρωμιάς με το άλλο του χέρι και τον πέταξε μακριά. Πάνω στη βιασύνη του όμως, ξέχασε τα αυγά του αετού που κρατούσε και αυτά έπεσαν κάτω, σπάζοντας για άλλη μια φορά.

Αυτός ο μύθος ειπώθηκε από τον Αίσωπο πριν από πολλούς αιώνες. Η υπεροψία των πλούσιων και ισχυρών όμως που νομίζουν ότι η δύναμή τους και μόνο αρκεί για να υποτάξει τον φτωχό και τον αδύνατο εξακολουθεί να ματώνει αθώους και από τις δύο πλευρές.

Κι αφού εγώ δεν είμαι αρκετά δυνατός για να σταματήσω το κακό περιορίζομαι απλώς να σχολιάζω τη ματαιότητά του.

Γιώργος Επιτήδειος 

 

 

Κάθε εμπόδιο για καλό

Τον παλιό καιρό, ένας βασιλιάς σκέφτηκε να κάνει το εξής: άφησε έναν τεράστιο βράχο στη μέση του δρόμου και στη συνέχεια κρύφτηκε παρακολουθώντας αν κάποιος θα τον μετακινούσε.

Από το σημείο εκείνο πέρασαν ορισμένοι από τους πλουσιότερους εμπόρους και τους αυλικούς του, αλλά όλοι απλά περπατούσαν γύρω από τον βράχο. Πολλοί μάλιστα κατηγορούσαν τον βασιλιά που δεν φρόντιζε να κρατά τον δρόμο καθαρό, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα για να βγάλει τον βράχο από τη μέση.

Κάποια στιγμή, πέρασε από εκεί ένας χωρικός που κουβαλούσε ένα φορτίο με λαχανικά. Πλησίασε τον βράχο, άφησε κάτω το φορτίο του και προσπάθησε να τον μετακινήσει στην άκρη του δρόμου. Μετά από πολύ κόπο, τελικά τα κατάφερε. Αφού πήρε ξανά το φορτίο, πρόσεξε ότι στο σημείο που ήταν πριν ο βράχος υπήρχε ένα πορτοφόλι. Το πορτοφόλι περιείχε πολλά χρυσά νομίσματα και ένα σημείωμα από τον βασιλιά που έγραφε ότι το χρυσάφι ανήκει σε εκείνον που θα μετακινούσε τον βράχο από τον δρόμο.

Ο χωρικός έμαθε κάτι που πολλοί από εμάς δεν καταλαβαίνουμε:κάθε εμπόδιο που παρουσιάζεται στη ζωή μας αποτελεί μια ευκαιρία για να γίνουμε καλύτεροι.

 

 

 

Η αλληγορία του απορριμματοφόρου

Μια μέρα βρισκόμουν σε ένα ταξί και πήγαινα στο αεροδρόμιο. Το ταξί προχωρούσε στη δεξιά λωρίδα του δρόμου, όταν ξαφνικά ένα μαύρο αυτοκίνητο πετάχτηκε από ένα χώρο στάθμευσης ακριβώς μπροστά μας. Ο οδηγός του ταξί πάτησε το φρένο, γλίστρησε και κατάφερε να μην χτυπήσει το άλλο αυτοκίνητο για λίγα μόλις εκατοστά!

Ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να μας φωνάζει. Ο δικός μου οδηγός απλώς του χαμογέλασε και τον χαιρέτισε. Ήταν πολύ φιλικός απέναντί του. Έτσι τον ρώτησα: «Γιατί το έκανες αυτό; Αυτός ο τύπος παραλίγο να καταστρέψει το αυτοκίνητό σου και να μας στείλει στο νοσοκομείο!». Τότε εκείνος με δίδαξε κάτι που σήμερα πλέον ονομάζω «Η αλληγορία του απορριμματοφόρου».

Ο οδηγός μου εξήγησε ότι πολλοί άνθρωποι μοιάζουν με απορριμματοφόρα. Περιφέρονται γεμάτοι σκουπίδια, γεμάτοι πίκρα, θυμό και απογοήτευση. Καθώς τα σκουπίδια τους γίνονται όλο και περισσότερα, χρειάζονται ένα μέρος να τα πετάξουν και μερικές φορές αυτό το μέρος μπορεί να είστε κι εσείς. Μην το πάρετε όμως προσωπικά, απλώς χαμογελάστε τους, χαιρετίστε τους, ευχηθείτε τους να είναι καλά και φύγετε.

Δεν αξίζει να κουβαλάτε τα δικά τους σκουπίδια και να τα εξαπλώνετε και σε άλλους ανθρώπους στη δουλειά σας, στην οικογένειά σας ή και σε αγνώστους.

 

 

Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιστορία

Ένας νεαρός άνδρας 24 χρονών κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του τρένου φώναξε: "Μπαμπά κοίτα, τα δέντρα πηγαίνουν προς τα πίσω!"...

Ο πατέρας του χαμογέλασε, ενώ ένα ζευγάρι που καθόταν δίπλα τους έδειξε να αισθάνεται οίκτο για την παιδιάστικη συμπεριφορά του 24χρονου.

Ξαφνικά ο νεαρός αναφώνησε πάλι:

"Μπαμπά κοίτα, τα σύννεφα τρέχουν μαζί μας!"

Το ζευγάρι δεν μπόρεσε να αντισταθεί και είπε στον πατέρα:

"Γιατί δεν πηγαίνετε τον γιο σας σε έναν καλό γιατρό;"

Εκείνος χαμογέλασε και είπε:

"Αυτό έκανα και τώρα μόλις επιστρέφουμε από το νοσοκομείο. O γιος μου ήταν τυφλός εκ γενετής, αλλά από σήμερα μπορεί να βλέπει"...

Κάθε άνθρωπος στον πλανήτη έχει τη δική του ιστορία.

Αν το σκεφτούμε όλοι μας αυτό πριν ασκήσουμε κριτική, τότε ο κόσμος μας θα γίνει πολύ καλύτερος.

 

Τα μπαλόνια

Μία ομάδα 50 ανθρώπων συμμετείχε σ’ ένα συνέδριο. Ένας ομιλητής αποφάσισε να κάνει ένα ομαδικό πείραμα. Έδωσε σε κάθε σύνεδρο από ένα μπαλόνι, και ζήτησε από τον κάθε ένα να γράψει επάνω, με μαρκαδόρο, το όνομά του/της. Έπειτα, μεταφέρθηκαν όλα τα μπαλόνια σε άλλο δωμάτιο. Ακολούθως, οι σύνεδροι κλήθηκαν να πάνε στο δωμάτιο εκείνο και να βρουν, μέσα σε πέντε λεπτά, το μπαλόνι με το όνομά τους.

Έγινε πανζουρλισμός. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλον, συγκρούονταν μεταξύ τους, αλληλοδιαμαρτύρονταν, σκέτος χαμός. Όταν πέρασαν τα 5 λεπτά, κανένας δεν είχε βρει το μπαλόνι του.

Έτσι, ο ομιλητής ζήτησε από τον καθένα να πάρει στα χέρια του ένα μπαλόνι στην τύχη, και να το δώσει σε όποιον είχε το όνομα που ήταν γραμμένο πάνω του. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, όλοι κρατούσαν το δικό τους μπαλόνι. Και στο σημείο αυτό, ο ομιλητής άρχισε επιτέλους να εκφωνεί τον λόγο του:

«Αυτό που έγινε τώρα, είναι αυτό ακριβώς που συμβαίνει στην ζωή μας. Όλοι γυρεύουν και κυνηγούν παντού μετά μανίας την ευτυχία, χωρίς να ξέρουν που βρίσκεται. Εγώ λέω, λοιπόν, ότι η δική μας ευτυχία, αυτή που αφηνιάζουμε να την ανακαλύψουμε, βρίσκεται στην ευτυχία των άλλων ανθρώπων. Δώστε τους χαρά, και θα την βρείτε και εσείς. Αυτός για μένα, τόσο απλά, είναι ο σκοπός της ζωής».

 

 

Στη ζωή βρίσκεις αυτό που ψάχνεις

Ένας Γεράκος, καθόταν στο σταθμό ενός τρένου και περνούσε την ώρα του καπνίζοντας και χαζεύοντας τους περαστικούς. Κάποια μέρα επειδή είχε ευγενικό και προσιτό βλέμμα τον πλησιάζει ένας ταξιδιώτης και τον ρωτά...

"Πως είναι οι άνθρωποι στην πόλη σας γιατί είμαι καινούριος εδώ και θα ήθελα να ξέρω την νοοτροπία του τόπου αυτού". Ο Γεράκος τον κοίταξε και τον ρώτησε... "Πως ήταν οι άνθρωποι από εκεί που έφυγες;" Ο Ταξιδιώτης του απαντά... "Αφήστε τα. Ήταν ανταγωνιστικοί -σκληροί, άκαρδοι, υλιστές, δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν". "Και εδώ έτσι είναι" του απαντά ο Γεράκος.

Ο Ταξιδιώτης έφυγε απογοητευμένος.

Ένας άλλος ταξιδιώτης είδε την σκηνή παρόλο που δεν άκουγε την συζήτηση και αισθάνθηκε και αυτός ότι μπορούσε να ρωτήσει τον Ηλικιωμένο αυτό κύριο. Και αυτόν τον βασάνιζε το ίδιο ερώτημα... "Πως είναι οι άνθρωποι στην πόλη σας;" και αυτός πήρε την ίδια απάντηση... "Πως ήταν οι άνθρωποι από εκεί που έφυγες;" Αυτός απάντησε "Αχ μην μου τα θυμίζετε... τι καλούς φίλους άφησα εκεί, πόσο με αγαπούσαν, όλοι έκλαιγαν όταν αποχαιρετιζόμασταν αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έπρεπε να φύγω για ένα διάστημα." "Μην ανησυχείς παιδί μου" του απαντάει ο Γεράκος... "και εδώ ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ 0Ι ΑΝΘΡΩΠΟΙ, και εδώ θα σε αγαπήσουν θα σε στηρίξουν και θα κλάψουν με σένα"!

Το ηθικό δίδαγμα;Στηζωήβρίσκουμε αυτό στο οποίο επικεντρώνουμε το βλέμμα μας και ψάχνουμε να βρούμε. Αν ψάχνουμε για ελαττώματα, για κακία, για αντιπάλους, θα τους βρούμε… Αν ψάχνουμε για αγάπη, για το καλό στους γύρω μας όχι απλά θα το βρούμε αλλά και θα το γευτούμε. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα μας βρουν συμφορές αλλά και στις συμφορές θα έχουμε ζεστά πρόσωπα γύρω μας!

Dr Δημήτρης Κίμογλου – Ψυχολόγος – Κλινικός Υπνοθεραπευτής

 

 

Mην τα χάσετε επειδή χύσατε το γάλα

Tags: 

Οι καθημερινές μας ιστορίες, μπορούν να γίνουν δυνατά μαθήματα ηγεσίας. Μια από τις πιο σημαντικές ικανότητες ενός ηγέτη είναι η δυνατότητα να διδάσκει αποτελεσματικά, σε συνδυασμό με μια γενναιόδωρη ποσότητα υπομονής.

Διάβασα κάπου την παρακάτωιστορίακαι θεωρώ ότι είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα των χαρακτηριστικών ενός ηγέτη. Ταυτόχρονα, θεωρώ ότι έχουμε πολλά να μάθουμε από την συγκεκριμένη ιστορία. Η ιστορία αφορά έναν διάσημο ερευνητή, ο οποίος εξιστόρησε σε έναν αρθρογράφο εφημερίδας, την εμπειρία που είχε όταν ήταν μικρό παιδί. Ουσιαστικά, ο αρθρογράφος απορούσε για το πως ο ερευνητής ήταν τόσο δημιουργικός και τι ήταν αυτό που τον έκανε να είναι τόσο ξεχωριστός από τους άλλους. Ο ερευνητής υποστήριξε ότι κατά την γνώμη του η δημιουργικότητά του οφείλεται σε μια εμπειρία που είχε όταν ήταν μικρό παιδί και στο πως χειρίστηκε η μητέρα του μια ζημιά  που έκανε.

Η ιστορία έχει ως εξής:

Όταν ήταν δύο ετών, θυμάται που κάποια μέρα προσπαθούσε να βγάλει από το ψυγείο ένα μπουκάλι γάλα, όταν του γλίστρησε από τα χέρια του και έπεσε στο πάτωμα. Το γάλα χύθηκε σε όλο το πάτωμα δημιουργώντας μια μεγάλη λίμνη από γάλα και λερώνοντας σχεδόν τα πάντα μέσα στην κουζίνα.

Όταν ήρθε η μητέρα του στην κουζίνα, δεν του έβαλε ούτε τις φωνές, ούτε νευρίασε, ούτε του έκανε  κήρυγμα για να είναι πιο προσεκτικός. Αντιθέτως, του είπε:

Robert, τι εκπληκτικό και όμορφο χάος δημιούργησες εδώ! Σπάνια βλέπω τόσο μεγάλη λίμνη από γάλα. Λοιπόν, η ζημιά έχει ήδη γίνει. Θα ήθελες να καθίσεις στο πάτωμα και να παίξεις λίγο μέσα στη λίμνη πριν καθαρίσουμε;

Έτσι και έκανε.Μετά από μερικά λεπτά, η μητέρα του, του είπε:

Ξέρεις, Robert, όποτε γίνεται μια ζημιά πρέπει να είσαι σε  θέση να την καθαρίσεις μετά και να επαναφέρεις την τάξη. Οπότε λοιπόν, πως θες να καθαρίσεις αυτή την κατάσταση; Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα σφουγγάρι, μια πετσέτα ή μια σφουγγαρίστρα. Ποιο απ’ όλα προτιμάς;

Ο Robert προτίμησε να χρησιμοποιήσουν το σφουγγάρι για να καθαρίσουν το χυμένο γάλα και έτσι καθάρισαν μαζί με την μητέρα του το χάος που είχε δημιουργηθεί. Αφού καθάρισαν, η μητέρα είπε:

Ξέρεις, εδώ έχουμε ένα αποτυχημένο πείραμα για το πως μπορείς να μεταφέρεις ένα μεγάλο μπουκάλι γάλα με δύο μικρά χεράκια. Ας πάμε στην αυλή, να γεμίσουμε το μπουκάλι με νερό και να δούμε αν μπορείς να βρεις έναν τρόπο να μεταφέρεις το μπουκάλι χωρίς να σου πέσει.

Το μικρό αγόρι ανακάλυψε ότι αν πιάσει και με τα δύο χέρια, σφιχτά το χερούλι του μπουκαλιού, μπορεί να το μεταφέρει χωρίς να του πέσει. Τι εκπληκτικό μάθημα!

Ο φημισμένος ερευνητής είπε ότι από εκείνη την ημέρα που πήρε αυτό το μάθημα σταμάτησε να φοβάται να κάνει λάθη. Αντιθέτως, έμαθε ότι με το να κάνει λάθη είναι μια εκπληκτική ευκαιρία να μαθαίνει κάτι καινούργιο. Εξάλλου, αυτή είναι και η έννοια της έρευνας.

Εκπληκτικό μάθημα για το μικρό αγόρι και βέβαια εκπληκτική η μητέρα η οποία είχε την υπομονή αλλά και τις ηγετικές ικανότητες να αναγνωρίσει ότι το συμβάν αυτό ήταν μια ευκαιρία για να διδάξει κάτι καινούργιο στο μικρό αγόρι.  Δεν γνωρίζω ποιος είπε το παρακάτω γνωμικό, αλλά θεωρώ ότι αξίζει να το αναφέρω εδώ:

Οι ατέλειες είναι σημαντικές. Όπως και τα  λάθη. Γίνεσαι καλύτερος μόνο μέσα από τα λάθη και γίνεσαι πιο αληθινός μόνο μέσα από τις ατέλειες

Αλήθεια, εσείς πως χειρίζεστε τα λάθη σας;

Η Αγάπη και ο Χρόνος

Tags: 

Στα πολύ παλιά χρόνια, σε ένα μικρό νησάκι στη μέση του ωκεανού, ζούσαν τα συναισθήματα. Η Χαρά , η Γνώση, η Λύπη, η Ευτυχία, ο Θυμός, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα είχαν την κατοικία τους σ’ εκείνο το νησί.

Μια μέρα, ακούστηκε πως το μικρό νησί θα βούλιαζε. Όλα τα συναισθήματα έφτιαξαν βάρκες και άρχισαν να φεύγουν. Όλα, εκτός από την αγάπη, που θέλησε να αντέξει μέχρι την ύστατη στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε σιγά σιγά να βυθίζεται, η αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

Καθώς είδε τον Πλούτο να περνάει με το πολυτελές σκάφος του φώναξε : « Πλούτε, μπορείς σε παρακαλώ να με πάρεις κι εμένα στο σκάφος σου;»

«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Μέσα στο σκάφος μου έχω πολύ χρυσό και πανάκριβα πράγματα και δυστυχώς, δεν υπάρχει χώρος για σένα».

Η Αγάπη στράφηκε προς την Αλαζονεία που περνούσε από εκεί, με το μεγαλοπρεπές σκάφος της.

«Αλαζονεία, βοήθησέ με σε παρακαλώ» την ικέτευσε.

«Λυπάμαι αγάπη, δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Είσαι τόσο πολύ βρεγμένη, που θα χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» απάντησε η Αλαζονεία και απομακρύνθηκε.

Λίγο πιο πέρα βρισκόταν η Λύπη. Η Αγάπη απευθύνθηκε σ’αυτήν.

«Λύπη, σε παρακαλώ, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»

«Δεν γίνεται Αγάπη» της είπε η Λύπη. «Είμαι τόσο θλιμμένη, που θέλω να μείνω μόνη μου» και απομακρύνθηκε κι αυτή.

Μετά από λίγη ώρα, πέρασε μπροστά από την Αγάπη, η Ευτυχία, αλλά έτσι όπως ήταν ευτυχισμένη, ούτε που άκουσε τις παρακλήσεις της Αγάπης για βοήθεια.

Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή «Αγάπη, έλα εδώ, θα σε πάρω εγώ μαζί μου».

Η Αγάπη στράφηκε προς τη φωνή και είδε ένα πολύ ηλικιωμένο κύριο που δεν το γνώριζε, αλλά, από τη χαρά της που θα την έπαιρνε μαζί του, ούτε που σκέφτηκε να τον ρωτήσει, ποιο ήταν το όνομά του.

Όταν έφτασαν στη στεριά, ασφαλείς πλέον, ο ηλικιωμένος κύριος έφυγε τραβώντας το δρόμο του.

Η Αγάπη που ένιωθε βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον άνθρωπο αυτό που την έσωσε, ρώτησε τη Γνώση: « Πες μου, Γνώση, ποιος ήταν αυτός ο καλός κύριος που με βοήθησε;»

«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.

«Ο Χρόνος;» επανέλαβε έκπληκτη η Αγάπη. «Μα γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;»

Η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:

«Γιατί, μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει, πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

 

 

 

Πηγή: 

antikleidi.com

Πηγές έμπνευσης στους δύσκολους καιρούς

Tags: 

Δύσκολες μέρες, πολύ δύσκολες μου είπε η ηλικιωμένη γειτόνισσα. Ο μόνος τρόπος να παραβγεις αυτές τις μέρες είναι μαζί μ΄αυτά που σου λείπουν να θυμάσαι κι αυτά που έχεις. Και συνέχισε να σκουπίζει το πεζοδρόμιο. Έμεινα σκεπτική να τη κοιτάω. Σταμάτησε με κοίταξε και χαμογέλασε.

«Αμε μου είπε, ποιο νομίζεις πως είναι το κόλπο κι είμαι ακόμα εδώ; Αν ήταν θα είχα πηδήξει από το μπαλκόνι προ πολλού. Σ΄οτι άσχημο μου τυχαίνει δε του δίνω όλο το χώρο στο μυαλό μου. Ένα τόσο δα μέρος του δίνω. Το υπόλοιπο τοχω για τα καλά»

Δεν ξέρω αν ήταν ο τρόπος που το έλεγε, αλλά ξαφνικά μ΄εκανε να σκεφτώ μονομιάς όλους εκείνους τους ανθρώπους που όταν συναντήθηκαν οι δρόμοι μας, έστω και για μια βιαστική κουβέντα, μια καλημέρα, μετά.. ένοιωθα καλύτερα. Κι όπως τους έφερα στο μυαλό μου σκέφθηκα πως κρυβόντουσαν στα πιο ανώνυμα μέρη.

Στην πραγματικότητα, στο γραφείο απολεσθέντων της ζωής μας δεν θα πάει ο μισθός, η σύνταξη, το δάνειο, η εφορία, η ΔΕΗ... δεν είναι αυτά η ζωή μας. Αυτά είναι οι επιβεβλημένες υποχρεώσεις. Η ζωή μας είναι όλα αυτά που χάρη αυτών των ηλίθιων υποχρεώσεων ξεχάσαμε...

Το κομμάτι του μυαλού μας , το όμορφο , που έχει στριμωχτεί σε μια γωνιά και κοντεύουμε να το σκάσουμε, για να απλώνει την αρίδα της όλη αυτή η ασχήμια ανενόχλητη....

Ένα τόσο δα μέρος δίνει η κυρά Κατερίνα, σ΄αυτή την ασχήμια. Ένα τόσο δα...

Κάποτε στη στάση του λεωφορείου περίμενα κάθε μέρα μαζί μ΄ενα ζευγάρι. Εκείνη ήταν μια κυρία γεροδεμένη που κράταγε από το μπράτσο τον άντρα της που είχε πάθει εγκεφαλικό. Είχε παραλύσει η μισή του μεριά και τον κράταγε να στηρίζεται επάνω της. Εκείνος όταν μ΄εβλεπε με τα λόγια του τα μασημένα που με κόπο καταλάβαινες, γέλαγε και μου έλεγε..

«Τη βλέπεις πως με κρατάει; Ζηλεύει και φοβάται μην της φύγω!» Και γελάγανε κι οι δυο σαν παιδιά. Είχαν αποφασίσει πως η αγάπη ήταν πιο δυνατή από την αρρώστια. Η αγάπη τους έκανε να γελάνε. Ακόμα κι αν ο ένας έμεινε μισός η αγάπη τους ήταν ολόκληρη.

Μην αφήσετε κανέναν αγαπημένο να σηκώσει το φορτίο μόνος. Μην αφήσετε κανέναν να πείσει τους δικούς σας ανθρώπους πως μερικά κ@λόχαρτα μπορούν να γίνουν πιο σημαντικά από την ίδια τη ζωή. Υπάρχουν άνθρωποι που ζαλισμένοι έχουν ξεχάσει πως εκτός από αυτά που έχασαν υπάρχουν πάρα πολλά που έχουν. Πράγματα που μοιάζουν δεδομένα και γι΄αυτό ξεφεύγουν από τη προσοχή, αλλά που χωρίς αυτά, όλα τα υπόλοιπα είναι απλά κούφια τσόφλια.

Η κυρία στη στάση αγωνιζόταν όπως μου έλεγε κάθε μέρα με γιατρούς, φάρμακα, τα ταμεία που έτρεχε για να ζητάει να της επιστρέψουν τα ποσά που της όφειλαν, με νοσοκομεία, με χίλια δυο απαίσια πράγματα. Θα τα έκανε όλα πιο εύκολα αν άφηνε τον άντρα της σε κάποιον στο σπίτι να τον προσέχει.

Πάμε σαν τις χελώνες αλλά κρατώντας το μπράτσο μου νοιώθει πως συμμετέχει σε όλα. Όπως πρώτα...

Το σκασμένο λάστιχο

Tags: 

Η ιστορία εξελίσσεται στη Σκωτία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Είναι μια παρέα από τέσσερις φοιτητές, που σπουδάζουν πληροφορική. Τα παιδιά είναι καλοί φοιτητές και τα έχουν πάει άριστα όλη τη χρονιά. Μια Παρασκευή πρωί, αφού έδωσαν τις εξετάσεις τους σε ένα μάθημα και έγραψαν πολύ καλά, μαζεύτηκαν στη συνέχεια στο σπίτι του ενός, προκειμένου να οργανωθούν για το Σαββατοκύριακο που πλησίαζε.

Τη Δευτέρα το πρωί έδιναν εξετάσεις σε ένα εύκολο μάθημα, που ήθελε μόνο 2-3 ώρες διάβασμα. Έτσι, έπεσε η ιδέα: «Ρε παιδιά, δεν πάμε στη Γλασκώβη το Σαββατοκύριακο να βρούμε εκείνη την κοπέλα που γνωρίσαμε προχθές στην pub; Θα είναι και άλλες φίλες της στην παρέα, καλά θα περάσουμε».

Δεν το σκέφτηκαν και πολύ και σε μία ώρα είχανε γίνει κιόλας όλες οι αναγκαίες κινήσεις και η τετράδα ταξίδευε με νοικιασμένο αμάξι για τη Γλασκώβη. Στη Γλασκώβη όντως πέρασαν πολύ καλά.

Για κακή τους τύχη όμως, αντί να ξυπνήσουν πρωί πρωί τη Δευτέρα και να επιστρέψουν, για να είναι στην ώρα τους στις εξετάσεις, ξύπνησαν αργά το μεσημέρι. Τι θα έκαναν τώρα με το μάθημα; Στο δρόμο για το Εδιμβούργο προσπαθούσαν να σκεφτούν τι να πουν στον καθηγητή.

Αποφάσισαν λοιπόν να πουν ένα ψέμα αλλά με αρκετή δόση αλήθειας για να γίνουν πιστευτοί. Και οι τέσσερις συμφώνησαν να πουν ότι πήγανε στη Γλασκώβη σε συγγενείς και ενώ ξεκίνησαν τη Δευτέρα πρωί πρωί για το Πανεπιστήμιο, τους έπιασε λάστιχο στο δρόμο και δεν είχανε ρεζέρβα... κ.λ.π. Έτσι κι έγινε!

Ο καθηγητής τούς άκουσε με προσοχή και επειδή ήταν καλοί φοιτητές, δέχτηκε να δώσουν μόνοι τους την Τρίτη το πρωί το μάθημα. Χαράς ευαγγέλια στην ομάδα. Κάθισαν, διάβασαν καλά και την άλλη μέρα στις 9:00 πήγαν στο Πανεπιστήμιο να δώσουν τις εξετάσεις.

Δεν υπήρχε, όμως, διαθέσιμη αίθουσα και έτσι ο καθηγητής τούς έβαλε σε τέσσερα ξεχωριστά γραφεία, τον καθένα μόνο του. Βέβαια, αυτό καθόλου δεν τους ένοιαζε, αφού και οι τέσσερις ήταν καλά διαβασμένοι.

Σε λίγο μοίρασε και τα θέματα. Ήταν μόνο δύο. Το πρώτο, που έπιανε 5 μονάδες στις 100, ήταν ένα πανεύκολο θέμα θεωρίας από την εισαγωγή, που το ήξεραν νεράκι και κανείς τους δεν δυσκολεύτηκε και το απαντήσει.

Το δεύτερο θέμα έπιανε τα υπόλοιπα 95 στα 100 και ήτανε μία ερώτηση μόνο:

Ποιο λάστιχο;

Ένα παραμύθι για μεγάλους

Tags: 

Όσο κι αν είναι πλέον συνηθισμένο να σκεφτόμαστε όλο και περισσότερο τον εαυτό μας, αδιαφορώντας -προκλητικά πολλές φορές- για το διπλανό μας, ένα είναι σίγουρο: Όταν κινδυνεύει κάποιος ή έχει ένα πρόβλημα (μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία), βρισκόμαστε όλοι σε κίνδυνο και κατ’ επέκταση το πρόβλημά του πολύ σύντομα θα γίνει και δικό μας! Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, όταν μια ποντικοπαγίδα μπαίνει στο σπίτι δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο για τον ποντικό... Η ιστορία που ακολουθεί είναι πιο επίκαιρη από ποτέ!

Ένα ποντικάκι κάποτε παρατηρούσε από την τρυπούλα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο. «Τι λιχουδιά άραγε έκρυβε εκείνο το πακέτο;», αναρωτήθηκε. Όταν, όμως, οι δύο αγρότες άνοιξαν το πακέτο δεν φαντάζεστε πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε, διαπιστώνοντας πως επρόκειτο για μια ποντικοπαγίδα! Τρέχει γρήγορα, λοιπόν, στον αχυρώνα για να ανακοινώσει το φοβερό νέο: «Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι! Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι!»

Η κότα κακάρισε, έξυσε την πλάτη της και σηκώνοντας το λαιμό της είπε: «Κυρ ποντικέ μου, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για εσάς. Αλλά δεν βλέπω να έχει καμιά επίπτωση σε εμένα! Δε με ενοχλεί καθόλου η ποντικοπαγίδα στο σπίτι!» Το ποντικάκι γύρισε τότε στο γουρούνι και του φώναξε: «Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!»

Το γουρούνι έδειξε συμπόνια αλλά απάντησε: «Λυπάμαι πολύ κυρ ποντικέ μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να προσευχηθώ. Να είσαι σίγουρος ότι θα το κάνω». Τότε το ποντίκι στράφηκε προς το βόδι και του φώναξε, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου: «Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!»

Και το βόδι απάντησε: «Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, πολύ λυπάμαι για τον κίνδυνο που διατρέχεις, αλλά εμένα η ποντικοπαγίδα το μόνο που μπορεί να μου κάνει είναι ένα τσιμπηματάκι στο δέρμα μου! » Έτσι, ο καλός μας ποντικούλης, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος γιατί θα έπρεπε ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας!

Την επόμενη νύχτα, ένας παράξενος θόρυβος, κάτι σαν αυτόν που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει, ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη που έτρεξε να δει τι συνέβη. Μέσα στη νύχτα, όμως, δεν πρόσεξε πως στην παγίδα είχε πιαστεί από την ουρά ένα φίδι... Φοβισμένο το φίδι δάγκωσε τη γυναίκα.

Η γυναίκα αρρώστησε βαριά και μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο. Έμεινε λίγες μέρες και επέστρεψε στο σπίτι, αλλά με υψηλό πυρετό. Ο γιατρός συμβούλεψε το σύζυγο να της κάνει ζεστές σουπίτσες. Έτσι ο αγρότης έσφαξε την κότα για να κάνει μια καλή κοτόσουπα!

Η γυναίκα, όμως, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες πήγαιναν στη φάρμα για να βοηθήσουν. Ο καθένας με τη σειρά του καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας από ένα 8ωρο. Για να τους ταΐσει όλους αυτούς ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το γουρούνι. Τελικά, όμως, η γυναίκα δεν τη γλίτωσε! Πέθανε! Στην κηδεία της ήρθε πάρα πολύς κόσμος, γιατί ήταν καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι. Για να ταΐσει όλον αυτόν τον κόσμο ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το βόδι.

Ο κυρ ποντικός μας έβλεπε όλο αυτό το πήγαιν’ έλα από την τρυπούλα του με πάρα πολύ μεγάλη θλίψη...

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

- Χάσαμε την ανθρωπιά μας και ενισχύσαμε τον ατομισμό μας!

- Όταν κάποιος δίπλα μας κινδυνεύει, βρισκόμαστε όλοι σε κίνδυνο!

- Είμαστε όλοι συνεπιβάτες σ’ αυτό το πλοίο που λέγεται ζωή!

- Ο καθένας μας αποτελεί τον κρίκο της ίδιας αλυσίδας!

ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ…

Εμείς είμαστε τα ποντικάκια...

Εμείς, όμως, είμαστε και οι κότες...

Εμείς και τα γουρούνια... Και κυρίως...

Εμείς και τα βόδια!!!

Η κρίση των γαϊδάρων

Tags: 

Μια μέρα εμφανίσθηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά...

Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο στα χείλη...

Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους.

Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι 500 ευρώ! Και αποχώρησε.

Την επόμενη μέρα ανέθεσε στον συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα.

Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.

Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους.

Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο. Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως . ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου.

Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση.

Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαιδάρους!!…

Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι.

Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.

Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένειαΧρηματοπιστωτικών Αγορών, και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής.

Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες. Εσύ τι θα έκανες στην θέση τους; Τι θα κάνεις εσύ;