Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας

Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας

Η ζωή μας εξαρτάται από το είδος των λογισμών που καλλιεργούμε. Αν οι λογισμοί μας είναι ειρηνικοί και ήρεμοι, αν έχουν πραότητα και καλοσύνη, τότε έτσι είναι και η ζωή μας. Αν η προσοχή μας είναι στραμμένη στις συνθήκες του βίου μας, τότε μας καταπίνει μια δίνη λογισμών, και δεν μπορούμε να έχουμε ούτε ειρήνη ούτε γαλήνη.
Το σημείο εκκίνησής μας είναι πάντοτε εσφαλμένο. Αντί να ξεκινούμε με τον εαυτό μας, εμείς θέλουμε πάντοτε να αλλάξουμε 
πρώτα τους άλλους και τελευταίους εμάς. Αν ο καθένας ξεκινούσε πρώτα με τον εαυτό του, θα είχαμε παντού τριγύρω ειρήνη! Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι κανείς δεν μπορεί να βλάψει τον άνθρωπο εκείνο που δεν βλάπτει τον εαυτό του — ούτε κι ο ίδιος ο διάβολος. Βλέπετε; Εμείς είμαστε οι αρχιτέκτονες, οι μοναδικοί αρχιτέκτονες, του μέλλοντός μας.

Με τους λογισμούς του ο άνθρωπος αναστατώνει ενίοτε την τάξη της Δημιουργίας. Έτσι καταστράφηκαν οι πρώτοι άνθρωποι —με έναν κατακλυσμό— εξαιτίας των κακών λογισμών και προθέσεών τους. Αυτό αληθεύει ακόμα και σήμερα — οι λογισμοί μας είναι κακοί και γι’ αυτό δεν αποκομίζουμε καλή καρποφορία. Πρέπει να αλλάξουμε. Καθένας μας πρέπει να αλλάξει, αλλά είναι κρίμα που δεν έχουμε παραδείγματα να μας καθοδηγήσουν, ούτε στις οικογένειές μας ούτε στην κοινωνία μας.

Ο Κύριος πήρε πάνω του όλες μας τις οδύνες και τις μέριμνες, και είπε ότι θα μας παράσχει καθετί που χρειαζόμαστε. Και παρόλα αυτά εμείς κρατιόμαστε τόσο σφιχτά από τις μέριμνές μας, που δεν αφήνουμε το νου και την καρδιά μας, τις οικογένειες και καθένα τριγύρω μας, να βρει ανάπαυση.

Όποτε τα προβλήματα πέφτουν πάνω μου σαν άχθος δυσβάσταχτο κι εγώ προσπαθώ να σηκώσω όλες τις μέριμνες του μοναστηριού και της αδελφότητας μόνος μου, συσσωρεύω μπελάδες σε μένα και την αδελφότητα. Ακόμα και το ευκολότερο έργο επιτελείται με τεράστια δυσκολία. Όταν όμως εναποθέτω τον εαυτό μου, την αδελφότητα και καθετί άλλο στον Κύριο, τότε ακόμα και τα δυσκολότερα έργα επιτελούνται με ευκολία. Δεν υπάρχει πίεση και βασιλεύει ειρήνη στην αδελφότητα.

Ο άνθρωπος εκείνος που ζει μέσα του τη Βασιλεία των Ουρανών ακτινοβολεί άγιους λογισμούς. Θείους λογισμούς. Η Βασιλεία του Θεού δημιουργεί μέσα μας μια ατμόσφαιρα παραδείσου, εν αντιθέσει προς την ατμόσφαιρα της κολάσεως, την οποία ακτινοβολεί όποιος έχει τον Άδη στην καρδιά του. Ο ρόλος των χριστιανών στον κόσμο είναι να φιλτράρουν την ατμόσφαιρα της γης, ώστε να κερδίζει διαρκώς έδαφος η ατμόσφαιρα της Βασιλείας του Θεού.

Mπορούμε να περιφρουρούμε ολόκληρο τον κόσμο περιφρουρώντας την ατμόσφαιρα του παραδείσου μέσα μας, διότι αν χάσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών, δεν θα σώσουμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τους άλλους. Εκείνος που έχει μέσα του τη Βασιλεία του Θεού θα τη μεταδώσει ανεπαίσθητα και στους άλλους. Οι άνθρωποι θα ελκύονται από την εντός μας ειρήνη και ζεστασιά˙ θα θέλουν να είναι κοντά μας, και η ατμόσφαιρα του ουρανού θα περάσει σταδιακά και σε κείνους. Σχεδόν δεν είναι καν απαραίτητο να μιλάμε στους ανθρώπους γι’ αυτή. Η ατμόσφαιρα του παραδείσου θα ακτινοβολεί από μέσα μας ακόμα κι όταν σιωπούμε ή μιλάμε για πράγματα καθημερινά. Θα ακτινοβολεί από μέσα μας ακόμα κι αν δεν έχουμε συναίσθηση ότι το κάνει.

Ο Κύριος κάλεσε τον καθένα από μας στην ύπαρξη με ένα συγκεκριμένο στόχο και σχέδιο. Και το παραμικρό χορταράκι αυτού του πλανήτη έχει ένα είδος αποστολής εδώ στη γη. Και πόσο αληθεύει αυτό για τα ανθρώπινα όντα! Ωστόσο, εμείς διαταράσσουμε ενίοτε και εμποδίζουμε το σχέδιο του Θεού. Έχουμε την ελευθερία είτε να αποδεχτούμε το θέλημά Του είτε να το απορρίψουμε˙ ο Θεός που είναι αγάπη, δεν θέλει να άρει αυτή την ελευθερία από μας. Μάς δόθηκε απόλυτη ελευθερία, αλλά εμείς, πάνω στην τρέλα μας, ποθούμε συχνά άχρηστα πράγματα.

Δεν μπορούμε να επιτύχουμε τη σωτηρία με κανέναν τρόπο πέρα από τη μεταμόρφωση του νου μας, τη μεταμόρφωσή του σε κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν. Ο νους μας θεώνεται από μια ιδιάζουσα ενέργεια της χάριτος του Θεού. Γίνεται απαθής και άγιος. Ένας θεωμένος νους ζει ακατάπαυστα με τη μνήμη του Θεού. Γνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι μέσα μας κι εμείς εν Αυτώ, ο θεωμένος νους είναι ολότελα οικείος με τον Θεό. Ο Θεός είναι παντού κι εμείς είμαστε σαν ψάρια μέσα στο νερό όταν είμαστε εν Θεώ. Τη στιγμή που οι λογισμοί μας Τον εγκαταλείπουν, αφανιζόμαστε πνευματικά.

Ο Γέρων Θαδδαίος (Στρμπούλοβιτς) γεννήθηκε στις 6/19 Οκτωβρίου του 1914, την ημέρα της εορτής του Αποστόλου Θωμά, προς τιμήν του οποίου έλαβε το όνομα Τόμισλαβ. Λίγες ήταν οι στιγμές χαράς των παιδικών χρόνων του Τόμισλαβ˙ το παιδί μεγάλωνε σε μια φτωχική οικογένεια κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και των μεταπολεμικών χρόνων. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν ακόμα μικρό παιδί.

Στις 26 Φεβρουαρίου/11 Μαρτίου 1935, εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Γκορνγιάκ. Στη Μονή Ρακόβιτσα στο Βελιγράδι, ο π. Θαδδαίος τελείωσε μια σχολή εικονογραφίας, και εντρύφησε στη μελέτη της μυστικής θεολογίας της εικόνας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του όμως, εγκατέλειψε την ζωγραφική εικόνων, για λόγους υγείας (έπασχε από χρόνια ευαισθησία των πνευμόνων, πάθηση που επιδεινωνόταν από την εισπνοή των αναθυμιάσεων των ζωγραφικών χρωμάτων).

Το 1941 και το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς κατακτητές και υπέφερε πολλές φυλακίσεις και κακουχίες.

Μέχρι τον θάνατό του, το 2003, διακόνησε σε πολλά Μοναστήρια του τόπου του, ως ηγούμενος, και ποίμανε χιλιάδες πνευματικά παιδιά, κάτι που ο Κύριος τού είχε παραγγείλει (δια αγγέλου) ήδη από το 1943, όταν ο π. Θαδδαίος ήταν φυλακισμένος ακόμα από τους Γερμανούς. Ο γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα κοιμήθηκε εν Χριστώ τη νύχτα της 31ης Μαρτίου/13 Απριλίου του 2003. Λίγο πριν τον είχε επισκεφθεί ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος (Ράντοβιτς) για να δώσει τα σεβάσματά του και να αποχαιρετήσει έναν από τους μεγαλύτερους Σέρβους ασκητές του εικοστού αιώνα…

(προδημοσίευση από το βιβλίο «Οι λογιμσοί καθορίζουν τη ζωή μας - Βίος και διδαχές του Γέροντα Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα».

Εκδόσεις Εν Πλω Εκδοσεις Εν Πλω

Είναι πολλές οι αρετές που ταιριάζουν στους Χριστιανούς, απ’ όλες όμως η πιο σπουδαία είναι η πραότητα.

Αυτό είναι το κατεξοχήν γνώρισμα του ανθρώπου που έχει τιμηθεί με το λογικό, δηλαδή η ημερότητα, η επιείκεια, η πραότητα, η ταπείνωση, η ησυχία, το να μην έλκεται σαν δούλος και παρασύρεται ή από το θυμό ή από τα άλλα πάθη, αλλά με το λογικό και την ορθή σκέψη να κατανικάει τα εσωτερικά άτακτα σκιρτήματα και να διασώζει την ευγένεια που προσιδιάζει στον άνθρωπο, και να μην εκπίπτει και κατα¬ντάει στη θηριωδία των άλογων ζώων με τη νωθρότητα και την αδράνειά του.

Κάθε επιεικής και πράος εύκολα οδηγείται στη φιλανθρωπία και δεν θα ανεχόταν να παραμελήσει αυτούς που βρίσκονται σε μεγάλη ανάγκη, γιατί τη φτώχεια των άλλων τη θεωρεί σαν δική του δυστυχία. Ο φθόνος βέβαια είναι το πιο κακό από όλα τα πάθη• ο ενάρετος όμως και πράος δεν δέχεται μέσα στην ψυχή του το φοβερό αυτό πάθος, αλλά, όταν βλέπει τους αδελφούς του να προκόβουν, χαίρεται και ευχαριστείται μαζί τους, γιατί θεωρεί σαν δική του την αρετή των άλλων, γιατί νομίζει, ότι όσα αγαθά έχουν οι φίλοι του είναι κοινά και γι’ αυτό χαίρεται μαζί τους στα ευχάριστα και λυπάται μαζί τους στα δυσάρεστα.

Αυτό κυρίως είναι το γνώρισμα του πράου, τις μεν αδικίες που γίνονται σ’ αυτόν να τις παραβλέπει, τους αδικούμενους όμως να τους υπερασπίζεται, όπως ακριβώς έκαμε και ο Χριστός. Γιατί, όταν ανέβηκε στο Σταυρό έλεγε: «Πατέρα μου, συγχώρεσέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Αυτό προ πάντων είναι το γνώρισμα της πραότητας, το να καταλύει μεν κάθε κακία, να ελευθερώνει όσους είναι αιχμάλωτοι από αυτή, να εμποδίζει τους δαίμονες που καταστρώνουν δόλια σχέδια εναντίον μας, να απαλλάσσει δε από τα δεινά εκείνους που κυριεύτηκαν απ’ αυτούς.

Τί τέλος πάντων είναι πραότητα και τί σκληρότητα; Γιατί, ούτε το να χτυπάει κανείς είναι γενικά δείγμα σκληρότητας, ούτε το να λυπάται είναι δείγμα πραότητας. Αλλά πράος είναι εκείνος, που μπορεί να υπομένει τα αδικήματα που γίνονται σ’ αυτόν και εκείνος που υπερασπίζεται τους αδικούμενους και γίνεται σφοδρός εκδικητής και υποστηρικτής εκείνων που βλάπτονται. Όπως, εκείνος που δεν είναι τέτοιος, αλλά είναι νωθρός και κοιμισμένος και δεν διαφέρει τίποτε από ένα νεκρό ως προς τη δραστηριότητα, αυτός δεν είναι πράος ούτε επιεικής. Το να παραβλέπει δηλαδή κανείς τους αδικούμενους, το να μη θυμώνει εναντίον εκείνων που βλάπτουν και αδικούν, δεν είναι γνώρισμα αρετής, αλλά κακίας. Άρα δεν είναι δείγμα πραότητας, αλλά νωθρότητας και αδιαφορίας.

Δεν πείθονται, άνθρωπε, ότι ο Θεός μας είναι αληθινός, όταν αγανακτούμε και οργιζόμαστε και δυσανασχετούμε, αλλά όταν είμαστε επιεικείς και πράοι και ήπιοι και φερνόμαστε σαν πραγματικοί φιλόσοφοι, αντιμετωπίζοντας με απάθεια και υπομονή κάθε δυσκολία της ζωής και αντίδραση.
«Κάθε εσωτερική πικρία και οργή και θυμός και κραυγή ας λείψει εντελώς από σας μαζί με κάθε άλλη κακία. Να γίνεσθε δε καλοκάγαθοι, σπλαχνικοί, να χαρίζεσθε μεταξύ σας και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλον, αν κάποιος έχει εναντίον του άλλου κάποια δυσαρέσκεια και αφορμή κατηγορίας, όπως και ο Θεός διά του Χριστού χαρίστηκε σε σας και σας συγχώρησε».

«Γίνεσθε λοιπόν μιμητές του Θεού». Βλέπετε, τί είδους άνθρωπος είναι ο πράος; Τίνος ονομάζεται μιμητής; Όχι των αγγέλων, ούτε των αρχαγγέλων, αλλά του Κυρίου των όλων. Αν και εκείνοι (οι άγγελοι και αρχάγγελοι) είναι πραότατοι και γεμάτοι από κάθε αρετή. Ο Απ. Παύλος όμως ονόμασε τους ήμερους ανθρώπους μιμητές του Θεού, για να διδάξει τους ακροατές του, με τον τονισμό της μεγάλης τιμής, να είναι πολύ πράοι, ώστε καθένας που βρίζεται ή υποφέρει από κάτι άλλο φοβερό, να υποφέρει με πραότητα τις βρισιές και να συγκρατεί την οργή του, εφόσον, συγκρατώντας την οργή του, πρόκειται να γίνει μιμητής του Θεού.

Να μη μας διακατέχει καμιά ταραχή ή ανησυχία, αλλά να ζούμε με γαλήνη και ησυχία και με όλους να έχουμε ειρηνικές σχέσεις και να είμαστε ήμεροι και πράοι και επιεικείς, ώστε στο πρόσωπό μας να ανθίζουν όλα τα χρώματα της αρετής.

Σιωπούσε (ο Χριστός) και τα υπέφερε όλα με πραότητα, διδάσκοντας και εμάς να δείχνουμε σε κάθε περίσταση επιείκεια και μεγαλοψυχία. Αυτόν λοιπόν ας μιμηθούμε. Γιατί δεν σιώπησε μόνον, αλλά… και όταν ονομάστηκε δαιμονισμένος και μανιακός από ανθρώπους που είχαν ευεργετηθεί με αμέτρητα αγαθά, και όχι μόνον μια και δύο, άλλα πολλές φορές, όχι μόνον δεν αμύνθηκε, αλλά και δεν έπαψε να τους ευεργετεί… Γιατί αυτό σημαίνει να είσαι μαθητής του Χριστού, το να είσαι πράος και επιεικής. Πώς όμως θα ήταν δυνατόν να αποκτήσουμε αυτή την πραότητα; Αν σκεπτόμαστε συνεχώς τα σφάλματα και τις αμαρτίες μας, αν πενθούμε, αν δακρύζουμε. Γιατί η ψυχή, που ζει μέσα στην οδύνη, δεν μπορεί να εξάπτεται και να οργίζεται, γιατί ο άνθρωπος που πενθεί δεν έχει τη δύναμη και τη διάθεση να θυμώσει. Όπου υπάρχει λύπη, εκδιώκεται κάθε οργή• όπου επικρατεί συντριβή πνευματική, δεν χωράει η έξαψη και η αγανάκτηση. Γιατί, όταν το πνεύμα υποφέρει από πένθος, όχι μόνον δεν έχει ευκαιρία να αγανακτήσει, αλλά και στενάζει πικρά και κλαίει πικρότερα.

(Ι. Χρυσοστόμου, λόγοι από τους τόμους ΕΠΕ, 3, 6, 7, 14,31, και MG. 63)