Βολταίρος και Σέρβουλος

ΒΟΛΤΑΙΡΟΣ ΚΑΙ... ΣΕΡΒΟΥΛΟΣ

Ο Βολταίρος, γάλλος φιλόσοφος, ήταν άθεος. Και ασεβής. Έβριζε τα θεία. Και βλασφημούσε. Έκανε τον έξυπνο. Και ποίο το κέρδος του;
Το τέλος αυτού του ανθρώπου ήταν τρομερό: Ξεψυχώντας άρχισε να παραμιλάει με τρόπο φρικτό.
-Με πιάνουν, φώναζε. Με τραβούν. Με σέρνουν μπροστά στον θρόνο του Θεού. Ο διάβολος προσπαθεί να με πάρει! Να η κόλαση!... Κρύφτε με. Κρύφτε με.
Μέσα σε μια τέτοια αγωνία πέθανε ο «πατριάρχης της απιστίας»!
Η νοσοκόμος, μάλιστα, που τον περιποιόταν, βλέποντας το τέλος του τρομοκρατήθηκε. Και από τότε, όταν επρόκειτο να πάει σε άλλον ασθενή, ρωτούσε πρώτα να μάθει, μήπως ήταν άπιστος.
-Είδα το τέλος του Βολταιρου, έλεγε. Και δεν θέλω ποτέ πια, να ξαναδώ θάνατο άπιστου.
Πολλές φορές ο Θεός επιτρέπει, να βλέπομε (στον τρόπο πού πεθαίνουν μερικοί άνθρωποι) κάτι από την φρίκη, στην όποία πηγαίνει η ψυχή τους.
Αλλά, δόξα τω Θεώ, δεν είναι όλοι «Βολταίροι».
Πόσο όμως διαφορετικά είναι τα πράγματα στην περίπτωση άλλων! Εκείνων, που δεν αντιτάχθηκαν εωσφορικά στο θέλημα του Θεού. Αντίθετα το επόθησαν και το αναζήτησαν «εξ όλης της καρδίας», κάνοντας συνεχή προσευχή τους τα λόγια: «Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά Σου...».
Στο ψυχωφελέστατο βιβλίο ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ (Α ́ τόμος) βρίσκομε μια πολύ διδακτική διήγηση.
Ο μεγάλος και σοφότατος διδάσκαλος της Εκκλησίας μας άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος αναφέρει, ότι στα χρόνια του ζούσε στην Ρώμη ένας ανάπηρος άνθρωπος, που τον έλεγαν Σέρβουλο. Ζούσε ζητιανεύοντας σε κάποια γωνιά στον δρόμο, όπου τον μετέφεραν οι δικοί του.
Ενώ όμως ήταν πάμπτωχος σε υλικά αγαθά, ήταν πάμπλουτος σε πνευματικές αρετές. Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα από δύο περιστατικά:
Το πρώτο είναι, ότι πολλές φορές έδινε ελεημοσύνη από... τις ελεημοσύνες πού του έδιναν, για να συντηρείται.
Το δεύτερο είναι το έξής: Ο Σέρβουλος δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Είχε όμως αγοράσει την αγία Γραφή. Και όσες φορές του έκαναν επίσκεψη διάφοροι ευσεβείς άνθρωποι, τούς παρακαλούσε να του διαβάζουν την άγία Γραφή.
Aλήθεια, πόσους δεν ελέγχει με το παράδειγμά του ο Σέρβουλος; πόσοι από μας, που και γράμματα ξέρουμε και υγιείς είμαστε, δυσκολευόμαστε να ανοίξουμε ένα πνευματικό βιβλίο, γιατί... δεν ευκαιρούμε! Εύκολα όμως βρίσκουμε χρόνο (και πολύ χρόνο) για τηλεόραση, κουτσομπολιά και άλλες ανώφελες απασχολήσεις... Ακούγοντας, λοιπόν, ο Σέρβουλος συνεχώς τον λόγο του Θεού με πολλή προσοχή και ευλάβεια, κατάφερε να μάθει απʼ έξω την αγία Γραφή. Και η δύναμη του λόγου

του Θεού φώτισε πλούσια τον νου και την καρδιά του. Και έτσι με ψυχική ανδρεία υπέμεινε την δοκιμασία του δ ο ξ ο λ ο γ ώ ν τ α ς νύκτα και ημέρα τον Θεό.
Το πόσο ευαρέστησε στον Θεό με τον τρόπο της ζωής του, φαίνεται από το οσιακό του τέλος:

Αναμένοντας την έξοδο της ψυχής του, παρακίνησε τους ανθρώπους που ήταν γύρω του, να σηκωθούν και να ψάλλουν μαζί του. Κάποια στιγμή σταμάτησε και τους είπε:
-Σιωπάτε! Δεν ακούτε τους ύμνους, που αντηχούν από τον ουρανό;

Και λέγοντας αυτά ελευθερώθηκε η ψυχή του από το σώμα. Και ελεύθερος πια από τα δεσμά της φθαρτής σαρκός, συμμετείχε (και συμμετέχει και θα συμμετέχει αιώνια) στην επουράνια αγγελική υμνωδία.
Την ίδια στιγμή ο τόπος γέμισε από άρρητη ευωδία! Μια απόδειξη, ότι την ψυχή του αγίου Σέρβουλου την παρέλαβαν εκείνοι, που λίγο πριν τους άκουσε να ψάλλουν. Και η ευωδία αυτή διεχέετο στον αέρα μέχρι την ώρα πού ενταφιάστηκε το ιερό του λείψανο!

Πραγματικά! Πόσο διαφορετική γεύση από τον θάνατο του άθέου Βολταίρου! Και τι αλήθειες ζωής αποκαλύπτουν με τον τρόπο τους οι θάνατοι αυτών των δύο, διαφορετικών σε «ψυχή» ανθρώπων!

ΔΙΔΑΞΟΝ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ Αρχιμ.. ΣΑΒΒΑ ΔΗΜΗΤΡΕΑ

Γέροντος Παϊσίου: "δόξα σοι ο Θεός"

Γέροντα, πρέπει να λέμε «δόξα Σοι ο Θεός», όταν όλα πηγαίνουν καλά;

- Μα, αν δεν λέμε το «δόξα Σοι ο Θεός» στις χαρές, πως θα το πούμε στις θλίψεις; Εσύ το λες στις θλίψεις και δεν θέλεις να το πης στις χαρές; Αλλά, όταν είναι αχάριστος κανείς, δεν γνωρίζει την αγάπη του Θεού. Η αχαριστία είναι μεγάλη αμαρτία. Για μένα είναι θανάσιμο αμάρτημα. Ο αχάριστος με τίποτε δεν ευχαριστιέται Για όλα γκρινιάζει, όλα του φταίνε. Στην πατρίδα μου, τα Φάρασα, χρησιμοποιούσαν πολύ το πετιμέζι. Ένα βράδυ μια κοπέλα έκλαιγε, γιατί ήθελε πετιμέζι. Η μάνα της – τι να κάνη; - πήγε και ζήτησε από την γειτονιά. Αυτή, μόλις πήρε το πετιμέζι, έβαλε πάλι τα κλάματα. Χτυπούσε τα πόδια της κάτω και φώναζε: «Μαμά, θέλω και γιαούρτι». «Τέτοια ώρα, παιδάκι μου, που να βρω γιαούρτι;» της λέει η μάνα της. «Όχι, θέλω γιαούρτι». Πήγε, υποχρεώθηκε η καημένη σε μια γειτόνισσα, της έφερε και γιαούρτι. Το παίρνει η κόρη και βάζει πάλι τα κλάματα. «Τώρα γιατί κλαις;», την ρωτάει η μάνα της. «Μαμά, τα θέλω ανακατεμένα». Τα παίρνει η μάνα, τα

ανακατεύει. Αυτή βάζει πάλι τα κλάματα. «Μαμά δεν μπορώ να τα φάω έτσι. Θέλω να τα ξεχωρίσω!». Οπότε την περιέλαβε στα σκαμπίλια η μάνα της, και ... ξεχωρίσθηκε το πετιμέζι από το γιαούρτι!

Έτσι, θέλω να πω, κάνουν μερικές φορές πολλοί άνθρωποι, και τότε έρχεται η παιδαγωγία του Θεού. Τουλάχιστον να αναγνωρίζουμε την αχαριστία μας και να ευχαριστούμε τον Θεό μέρα-νύχτα για τις ευλογίες που μας δίνει. Με αυτόν τον τρόπο θα πάρουμε καταπόδι τον δειλό διάβολο, ο οποίος θα συμμαζέψη τα ταγκαλάκια του και θα γίνη μαύρο καπνός, γιατί θα του έχουμε βρει πια το αδύνατο σημείο.