Μικρά θεατρικά έργα

 Είναι που λέτε μια ξανθιά, μια μελαχρινή και  μια κοκκινομάλλα, οι οποίες έχουν ναυαγήσει σε  ένα ερημονήσι. Η απέναντι ακτή απέχει  μίλια, πολύ μεγάλη απόσταση. Αλλά, μια και δεν έχουν καθόλου φαγητό και νερό πρέπει να προσπαθήσουν να τη διασχίσουν αλλιώς θα πεθάνουν. Κανονίζουν, λοιπόν να φύγει μια από αυτές και να πάει να φέρει βοήθεια. Ξεκινάει λοιπόν η κοκκινομάλλα, η οποία κάνει δέκα μίλια, νιώθει ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει και γυρίζει πίσω. Μετά αποφασίζουν να δοκιμάσει η μελαχρινή, η οποία ήταν σε καλύτερη φυσική κατάσταση. Πράγματι, έκανε μίλια αλλά κουράστηκε και αυτή και γύρισε πίσω. Έτσι απέμεινε η ξανθιά. Βλέποντας ότι είναι η μόνη ελπίδα που είχαν, η ξανθιά ξεκίνησε με όλες της τις δυνάμεις, έκανε 95 μίλια και ξεθεωμένη είπε:

 «Αποκλείετε να τα καταφέρω» και γύρισε πίσω.

 

Μπαίνοντας στην κουζίνα η μαμά βλέπει τον Τότο με μια μυγοσκοτώστρα στο χέρι και του λέει:

-«Μύγες κυνηγάς;»

- «Ναι»

-«Σκότωσες καμμιά;»

-«Αμέ δύο αρσενικές και δύο θηλυκές.»

-«Και πως τις ξεχωρίζεις;»

-«Οι αρσενικές ήταν πάνω στο μπουκάλι της μπύρας και οι θηλυκές στο τηλέφωνο.

 

- «Μαρία κέρδισα το τζοκερ!»

- «Αγάπη μου, είσαι καταπληκτικός.»

- «Γρήγορα ετοίμασε τις βαλίτσες.»

- «Αχ, που θα πάμε, τι ρούχα να πάρω, καλοκαιρινά ή χειμωνιάτικά;»

- «Πάρ’ τα όλα Μαράκι, εσύ πάς στη μάνα σου!»

 

Οι πόντιοι Κωστίκας και Γιωρίκας αποφασίζουν να ανοίξουν ένα κρεοπωλείο. Ανοίγουν λοιπόν το μαγαζί και περιμένουν την πελατεία.

Λέει ο Γιωρίκας στον Κωστίκα:

- «Ρε συ Κωστίκα, δε θα ήταν καλύτερα να κάνουμε μια προπόνηση για να δούμε πως θα μιλάμε στους πελάτες;»

- «Δίκιο έχεις», απαντάει ο Κωστίκας.

- «Άκου τι θα κάνουμε, εσύ θα βγεις έξω και θα ξαναμπείς για να παραγγείλεις σαν να είσαι πελάτης εντάξει;»

-  «Εντάξει», απαντά ο Κωσtίκας και βγαίνει έξω.

Ξαναμπαίνει μετά από δύο λεπτά και λέει:

-  «Καλημέρα».

- «Καλημέρα, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

_ «Θα ήθελα μια πορτοκαλάδα», απαντά ο Κωστίκας.

-  «Τι πορτοκαλάδα ρε βλάκα, κρεοπωλείο είμαστε όχι καφενείο.  Βγες έξω και ξαναδοκίμασε.»

Πράγματι βγαίνει έξω και ξαναμπαίνει.

- «Καλημέρα σας, τι θα θέλατε;»

- «Θα ήθελα μια πορτοκαλάδα».

Ο Γιωρίκας σταλμένος τελείως αρχίζει να τον βρίζει.

- «Τι λες μωρέ, πανηλίθιε, βλάκα πόσο κόπανος είσαι; Δεν γίνεται έτσι δουλειά, λοιπόν θα κάνεις εσύ τον καταστηματάρχη και εγώ τον πελάτη.»

Βγαίνει έξω ο Γιωρίκας και ξαναμπαίνει μετά από λίγο.

- «Καλημέρα σας, θα ήθελα μισό κιλό κιμά.»

- «Τα μπουκάλια τα έφερες;»

 

Μια ξανθιά οδηγεί το αυτοκίνητο της και σε κάποιο φανάρι εμφανίζεται ο σχετικός Πακιστανός για να της καθαρίσει το τζάμι.

Το τζάμι είναι καθαρό και η κοπέλα του δίνει 50 λεπτά και του κάνει νόημα να μην το καθαρίσει.

Ο Πακιστανός ενθουσιάζεται και της λέει με σπασμένα ελληνικά:

- « Κυρία είστε πολύ όμορφη».

Η ξανθία συνεχίζει το δρόμο της, και στο άλλο φανάρι πάλι τα ίδια. Ο ίδιος Πακιστανός κάνει πάλι να της πλύνει το τζάμι., του δίνει πάλι 50 λεπτά και ακούει πάλι το ίδιο κομπλιμέντο.

Αυτή η ιστορία συνεχίζεται και στα επόμενα 5-6 φανάρια.

Πάντα ο ίδιος Πακιστανός και με το ίδιο  κομπλιμέντο, οπότε η κοπέλα δεν αντέχει και του λέει:

- «Κοίταξε θα σου δώσω 5 ευρώ, αρκεί αν μου πεις πως το κάνεις και εμφανίζεσαι σε κάθε φανάρι.»

- «Κυρία λέει αυτός, « αν μου δώσετε 5 ευρώ, θα σας πω πώς να βγείτε από την πλατεία…»

 

Συζήτηση στο μπαρ:

Η γυναίκα μου είναι ένας άγγελος, λέει ο πρώτος.

Είσαι τυχερός, λέει ο άλλος, η δική μου ακόμη ζει!

 

Πάει ένας στη λαϊκη και ρωτάει:

- «Τι είναι αυτό;»

- «Πατάτες»

- «Βάλτε μου ένα κιλό, αλλά τη κάθε πατάτα σε ξεχωριστή σακούλα.»

Ξαναρωτάει:

- «Τι είναι αυτό;»

- «Ντομάτες»

- «Βάλτε μου ένα κιλό αλλά τη κάθε ντομάτα σε ξεχωριστή σακούλα»

Ξαναρωτάει

-«Τι είναι αυτό»;

-«Κρεμμύδια»

- « Βάλτε μου ένα κιλό, αλλά το κάθε κρεμμύδι σε ξεχωριστή σακούλα.».

- Τέλος ρωτάει:

- «Τι είναι αυτό;»

- « Φακές…αλλά δεν πουλάμε!!!»

 

Ένας αστυφύλακας σταματάει μια ξανθιά σ’ ένα ερημικό δρόμο και της λέει:

-  « Κυρία μου, υπάρχει κανένας λόγος που κάνετε ζιγκ ζαγκ στη μέση του δρόμου;»

Η ξανθιά του απαντάει:

- «Κύριε, Αστυφύλακα, ευτυχώς σας βρήκα! Παραλίγο να πάθω ατύχημα. Κοιτάζω μπροστά μου και βλέπω ένα δέντρο. Κάνω αριστερά να το αποφύγω και ξαφνικά, άλλο δέντρο εκεί.

Κόβω δεξιά, να κι άλλο δέντρο μπροστά μου»!

Ο αστυφύλακας έριξε ματιά απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου και της είπε:

- «Μα κυρία μου, αυτό είναι το αποσμητικό χώρου του αυτοκινήτου σας.»

 

Το αγοράκι έσπρωχνε με πολύ κόπο στον ανήφορο ένα βαρύ καρότσι. Η δουλειά ήταν πολύ κοπιαστική, γι’ αυτό κάποιος περαστικός το λυπήθηκε και το βοήθησε ν ‘ ανεβάσει το καρότσι μέχρι το τέρμα της ανηφοριάς. Εκεί σταμάτησε αγανακτισμένος και λέέι στο παιδί:

-« Δεν λες στα αφεντικά σου ότι είναι ντροπή να σε βάζουν να κάνει τέτοιες δουλειές».

-«Τους το είπα κύριε»

-«Λοιπόν τι σου απάντησαν»

-«τράβα μικρέ και κάποιο κορόιδο θα βρεθεί να σε βοηθήσει».

Πάει ο Τοτός στον γιατρό και βλέπει ένα κοριτσάκι να κλαίει.

-«Γιατί κλαις;», ρώτησε ο Τοτός

-«Να ήρθα για εξέταση αίματος, και ο αδερφός μου είπε ότι για να σου πάρουν αίμα σου κόβουν κομμάτι από το δάκτυλο…»

Αμέσως ο Τοτός αρχίζει τα κλάματα και τις φωνές.

-«Καλά, εσύ γιατί κλαις στα ξαφνικά;», ρωτάει το κορίτσι.

-«Γιατί εγώ ήρθα για ανάλυση ούρων!!!!»

Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Θέλοντας να σκοτώσει ένα από τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει. Ρωτάει τη γυναίκα:

-«Πως σε λένε σένα;»

-«Κλημεντίνη»

-« Α! έτσι λένε τη μάνα μου, δεν θα σε πειράξω»

Στην συνέχεια ρωτάει τον άνδρα:

-«Πως σε λένε εσένα;»

-« Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν Κλημεντίνη»

Έρχεται ο Ερντογάν ταξίδι στην Ελλάδα, μαζί με την γυναίκα του… Βρίσκονται λοιπόν με τον Καραμανλή και τη Νατάσσα και βγαίνουν έξω για φαγητό… Η Νατάσσα κομψή και λεπτεπίλεπτη, κάνει τη Τουρκάλα να αισθάνεται αμήχανα και να θέλει να το παίξει…

Οπότε λέει στην Νατάσσα:

-«Ο άντρας μου, μου πήρε δώρο ένα BMW με δύο πόρτες… Εσένα;;»

- «Εμένα», λέει η Νατάσσα, « μου πήρε μια LOUIVUITON…”

- « Ναι;;;», λέει η άσχετη Τουρκάλα… « με πόσες πόρτες;;;»

Η Νατάσσα διακριτική, δεν απάντησε… Μπαίνουν οι Ερντογάν στο αμάξι, και αρχίζει το βρισίδι…

-      « Μωρή ηλίθια! Βόδι, άσχετη, ρεζίλι με έκανες! Δεν ξέρεις πως ο VUITON είναι σχεδιαστής μόδας::: Πήγες και ρώτησες την γυναίκα με πόσες πόρτες είναι η τσάντα που της πήρε οπ άντρας της::: Μα πόσο μπάζο μπορεί να είσαι::: Τσακίσου μωρή φύγε από μπροστά μου… Αστοιχείωτη!!! Και τώρα που θα ετοιμαστείς για το βράδυ , βάλε και το μαγιό σου, γιατί είπαν αυτοί θα μας πάνε στην… Λίμνη των Κύκνων!!!

Γυρνάει ο Γιαννάκης από το σχολείο και τον ρωτάει ο πατέρας του:

- «Λοιπόν σήμερα δεν θα παίρνατε βαθμούς; Που είναι ο έλεγχος σου;»

-« Θα στον φέρω αύριο. Σήμερα τον δάνεισα στην Μαίρη. «

-«Στην Μαίρη; Αυτή δεν είναι η πρώτη στην τάξη;»

-«Ναι»

-«Και τι τον ήθελε τον έλεγχο σου;»

-«Ήθελε να κάνει πλάκα στους γονείς της!»

 

Η μπίρα

Ήταν η δασκάλα και έβαλε την τάξη του Τοτού να γράψει μια έκθεση που να τελειώνει με τη φράση ΄ ΜΑΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ΄. Γράφει ο Γιαννάκης:

-Εμένα η μαμά μου με φροντίζει και με αγαπάει πολύ… Γιατί μάνα είναι μόνο μία. Γράφει ο Κωστάκης:

-Εμένα η μαμά μου με αγαπάει. Όταν αρρωσταίνω με φροντίζει πολύ… Γιατί μάνα είναι μόνο μία.

Γράφει και ο Τοτός:

Χθες είχαμε καλεσμένους στο σπίτι και η μαμά μου μου είπε να φέρω μπίρες από το ψυγείο. Πηγαίνω, κοιτάζω στο ψυγείο και της λέω: Μάνα, είναι μόνο μία!!!

 

Το… παγωτό

Πάει ο Τοτός σε ένα ζαχαροπλαστείο και ζητάει να μάθει αν έχουν παγωτό βατόμουρο. Ο ζαχαροπλάστης του λέει πως δεν έχει, αλλά ο Τοτός για τις επόμενες μέρες πηγαίνει συνέχεια στο ίδιο ζαχαροπλαστείο και ζητάει να μάθει αν έχει παγωτό βατόμουρο.

Έτσι λοιπόν αφού ο ζαχαροπλάστης δεν θέλει να τον χάσει από πελάτη παραγγέλνει να του φέρουν πέντε κιλά παγωτό βατόμουρο.

Την άλλη μέρα ο Τοτός ξαναπάει στο ζαχαροπλαστείο και λέει:

-Έχετε παγωτό βατόμουρο;

- Ναι, απαντάει ο ζαχαροπλάστης.

-Αηδία δεν είναι;

 

Οι εξετάσεις

Στις εξετάσεις ένας μαθητής που δεν μπορεί να λύσει την άσκηση γράφει:

«Αυτή την άσκηση μόνο ο Θεός μπορεί να τη λύσει. Καλά Χριστούγεννα.»

Τα αποτελέσματα;

«Ο Θεός παίρνει άριστα κι εσύ απορρίπτεσαι. Και του χρόνου»

 

Χρώματα στα Αγγλικά

Στην τάξη του Τοτού έχουν μάθει στα αγγλικά το γέλοου, πινκ και γκριν. Η δασκάλα ζητάσει από τα παιδιά να πουν ένα παράδειγμα. Ξεκινάει η Ελενίτσα:

- « Μια μέρα πήγαμε με τους γονείς μου εκδρομή και εγώ φόρεσα το πινκ φόρεμα. Η φύση ήταν πολύ όμορφη και το χορτάκι γκρην. Είδα και κάτι λουλουδάκια όμορφα που ήταν γέλοου.»

Η δασκάλα της είπε ένα μεγάλο μπράβο.

Ήρθε και η σειρά του Τοτού:

- « Μια μέρα καθόμουν στο σπίτι και χτύπησε το τηλέφωνο << γκρην-γκρην>>.

Έτρεξα και το σήκωσα και ήταν ο θείος μου από την Αμερική, <<γέλοου>> μου είπε.

Αφού μιλήσαμε για λίγο κόπηκε απότομα η γραμμή <<πινκ!!!>>.

 

Ο Τοτός κάνει την προσευχή του:

- «Θεέ μου κάνε να γίνει το Μιλάνο πρωτεύουσα της Ιταλίας».

- « Γιατί χρυσό μου;», ρωτάει η μαμά.

- «Γιατί έτσι έγραψα στις εξετάσεις της γεωγραφίας.»

 

Πάει ένας αστερίσκος (*) σε ένα πάρτυ, μόνο για τελείες (.).

Στην είσοδο του μαγαζιού, όπου γινόταν το πάρτυ δύο φουσκωτές τελείες (μπράβοι) τον σταματάνε και του απαγορεύουν την είσοδο.

Τότε ο αστερίσκος τους λέει:

- « Ρε παιδιά και εγώ τέλεια είμαι, απλά έβαλα ζελέ στα μαλλιά!!!»

 

Συζητούν δύο Πόντιοι:

- «Αν βρεις τι έχω μέσα στο καλάθι, θα σου δώσω ένα τσαμπί.»

- «Πατάτες», απαντά ο άλλος.

 

Μαμά θέλω…

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Η μητέρα
  • Η κόρη
  • Ένας κύριος

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(Η μητέρα μαζί με τη κόρη της περπατούν στο δρόμο και συναντούν ένα κέντρο.) Κάθονται εκεί για να ξεκουραστούν και να πιουν κάτι. Μετά από λίγο φτάνει και κάθεται λίγο πιο πέρα ένας κύριος. Βάζει το καπέλο του στο τραπέζι και αρχίζει να διαβάζει την εφημερίδα του.)

Κόρη:              Μαμά… Μαμά (Με επίμονο τρόπο)

Μητέρα:          Τι θέλεις κορούλα μου; Περίμενε, σε λίγο θα σου φέρουν αναψυκτικό να πιεις.

Κόρη:              Μαμά… μαμά . Θέλω το καπέλο του κυρίου.

Μητέρα:          Μα… κόρη μου δεν γίνεται. Δεν μπορούμε κορούλα μου να πάρουμε το καπέλο του κυρίου. Ησύχασε τώρα και θα σου αγοράσω δικό σου μετά.

Κόρη:              Θέλω τώρα αμέσως. (Ταυτόχρονα κτυπά τα πόδια της στο έδαφος με πολλά νεύρα. )

Μητέρα:          (Πλησιάζοντας τον κύριο) Με συγχωρείτε κύριε, μπορώ να πάρω το καπέλο σας; Το θέλει η κόρη μου και κλαίει. Είναι μικρό παιδάκι κύριε. Τι να κάνουμε;

Κύριος:           (Χωρίς να πει τίποτε, δείχνει το καπέλο στη μητέρα σα να της λέγει να το πάρει.

Μητέρα:          Ορίστε κόρη μου το καπέλο. Ο καλός κύριος μας το έδωσε.

Κόρη:              (Η κόρη της παίρνει το καπέλο, το περιεργάζεται για λίγο και μετά με ύφος θριαμβευτικό το πετά κάτω και το πατά. Μετά από λίγο…)

                        Μαμά…. μαμά. Θέλω…

(Συνεχίζεται η διαδικασία με τον ίδιο τρόπο, με την κόρη να ζητά το ίδιο επίμονα και η μητέρα να ικανοποιεί τα καπρίτσια της, το ίδιο πρόθυμα. Η σειρά με την οποία ζητά τα πράγματα η κόρη είναι καπέλο, σακάκι, παπούτσια, παντελόνι, πουκάμισο κ.α.  ανάλογα με τι φορεί ο κύριος. Όταν τελικά τα πάρει σχεδόν όλα…

Κόρη:              Μαμά… μαμά… Θέλω να φύγουμε.

 

Η κούκλα της αλήθειας

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Ο πατέρας
  • Ο γιος-μαθητής
  • Η κούκλα
  • Ο υπάλληλος του καταστήματος με τις κούκλες

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(Ο υπάλληλος του καταστήματος μεταφέρει την κούκλα, την οποία υποδύεται ένας κατασκηνωτής. Την τοποθετεί κάπου, ενώ ο πατέρας έρχεται και την παραλαμβάνει χαρούμενος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έρχεται και ο γιος του από το σχολείο φωνάζοντας. )

Γιος:                Πατέρα, πατέρα, πήρα 10 σήμερα στο σχολείο!

                        (Αμέσως μετά δέχεται μια κλωτσιά στον πισινό από την κούκλα)

Γιος:                Μα τι συμβαίνει; Τι είναι αυτό;

Πατέρας:         (Γελάει δυνατά) Είναι η κούκλα της αλήθειας. Όταν κάποιος λέει ψέματα τον κλωτσάει. Έλα τώρα λέγε πόσα πήρες στο σχολείο;

Γιος:                Καλά, δεν πήρα 10,πήρα όμως 8 που είναι πολύ καλός βαθμός.

                        (Δεν προλαβαίνει, όμως να τελειώσει και δέχεται άλλη κλωτσιά στον πισινό, οπότε γυρίζει προς την κούκλα και της λέγει )

                        -Μα γιατί με κλωτσάς πάλι;

Πατέρας:         (Θυμωμένα και με δυνατή φωνή). Έλα άφησε τα ψέματα και λέγε πόσα πήρες για να μη σου τις βρέξω κι εγώ.

Γιος:                Καλά, καλά. Δεν πήγα και πολύ άσχημα. Πήρα 5 (Μια νέα κλωτσιά πέφτει αμέσως από τον πισινό του, με αποτέλεσμα ο πατέρας του να εξαγριωθεί και να βάλει τις φωνές).

Πατέρας:         Έχασα την υπομονή μου. Λέγε την αλήθεια γιατί δεν ξέρω τι θα γίνει.

Γιος:                Ε αφού είναι έτσι θα πω την αλήθεια κι ας τις φάω.

                        Πήρα 0.

Πατέρας:         Δεν ντρέπομαι παλιόπαιδο. Γιατί δεν διαβάζεις; Εγώ όταν ήμουν μαθητής διάβαζα και πάντα έπαιρνα καλούς βαθμούς.

(Πριν προλάβει όμως να τελειώσει, δέχεται μια γερή κλωτσιά από την κούκλα μια και έλεγε ψέματα.)

 

Οι Πινέζες

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Ο καταστηματάρχης
  • Ο πελάτης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(Η σκηνή σε ένα κατάστημα. Ένας πελάτης μπαίνει μέσα, χαιρετά και κοιτάζει γύρω-γύρω, οπότε ο καταστηματάρχης πηγαίνει κοντά του και ακολουθεί ο πιο κάτω διάλογος.)

Καταστηματάρχης:     Παρακαλώ κύριε, τι θέλετε; Μπορώ να σας βοηθήσω;

Πελάτης:                     Να! Δε μου λέτε έχετε πινέζες;

Καταστηματάρχης:     Μάλιστα κύριε. Πόσες θέλετε;

Πελάτης:                     Έχετε πολλές πινέζες;

Καταστηματάρχης:     Μάλιστα κύριε, Έχουμε πολλές, αλλά εσείς πόσες θέλετε;

Πελάτης:                     Έχετε δωδεκάδες πινέζες;     

Καταστηματάρχης:     (Αρχίζει να δείχνει θυμωμένος) Ναι είπαμε. Πόσες να σας φέρω.;

Πελάτης:                     Έχετε εκατοντάδες πινέζες;

Καταστηματάρχης:     (Αρχίζει να χάνει την υπομονή του). Μα επιτέλους κύριε, θα μου πείτε καμιά φορά πόσες πινέζες θέλετε;

Πελάτης:                     Δε μου λέτε, έχετε χιλιάδες πινέζες;

Καταστηματάρχης:     (Αρχίζει να τρέμει από το θυμό του). Μα εσείς θα με τρελάνετε. Πόσες θέλετε κύριε;

Πελάτης:                     Θέλετε να πείτε ότι έχετε εκατομμύρια πινέζες;

Καταστηματάρχης:     (Έξω φρενών) Ναι κύριε. Έχουμε εκατομμύρια πινέζες. Πέστε όμως αμέσως πόσες θέλετε, γιατί θα σας πετάξω έξω από το κατάστημα μου.

Πελάτης:                     Καλά, καλά μη θυμώνετε. Δώστε μου ΔΥΟ πινέζες.

(Μόλις ακούει ο καταστηματάρχης το ΔΥΟ, σωριάζετε κάτω λιπόθυμος).

 

Κινηματογράφηση ταινίας

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Ο σκηνοθέτης
  • Ο κινηματογραφιστής
  • Ο βοηθός σκηνοθέτης
  • Το άρρωστο παιδί
  • Η μητέρα του αρρώστου
  • Ο γιατρός

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(Η σκηνή σ’ ένα στούντιο όπου γυρίζεται μια ταινία)

Σκηνοθέτης:                            Λοιπόν παιδιά. Έτοιμοι για ν’ αρχίσουμε, θέλω δυνατές και καθαρές φωνές. Έτοιμοι.

Βοηθός σκην.:                         (Κτυπά δύο ξύλα που κρατά και φωνάζει δυνατά)

                                                Action

Άρρωστος:                              (Κράτα την κοιλιά του, λίγο σκυμμένος και μορφάζει από τον πόνο)

                                                -Μητέρα πεθαίνω, ένα γιατρό.

Μητέρα:                                  (Αφού δείχνει πολύ ανήσυχη, τρέχει στο τηλέφωνο και κάνει πως τηλεφωνά στο γιατρό, που στέκεται λίγο πιο πέρα)

                                                -Γιατρέ το παιδί μου πεθαίνει. Έλα γρήγορα.

Γιατρός:                                  Έρχομαι αμέσως.

                                                (Πλησιάζει το μικρό, κάνει πως τον εξετάζει και λέγει):

                                                -Έχει πονοκέφαλο στα πόδια.

Σκηνοθέτης:                            (Τρέχει βιαστικά και διακόπτει το γύρισμα, φωνάζοντας):

                                                -Φτάνει, δε μου αρέσει έτσι. Το θέλω πιο γρήγορο, πολύ γρήγορο. Έτοιμοι.

Κινηματογραφιστής:               (Αυτός που όλη την ώρα έκανε πως κινηματογραφούσε τις σκηνές, απευθυνόμενος προς τον σκηνοθέτη):

                                                -Κύριε, κύριε να σου πω κάτι;

Σκηνοθέτης:                            Να σιωπήσεις εσύ, τέτοια ώρα. Έτοιμοι, αρχίζουμε.

Βοηθός σκην:                          Action.

Ακολουθεί ακριβώς η ίδια διαδικασία με τη διαφορά ότι τώρα οι ηθοποιοί μιλούν και

κινούνται πιο γρήγορα. Στο τέλος ο σκηνοθέτης, πάλι λέγει πως δεν τον ικανοποιεί

και ζητά να το παίξουν ξανά αλλά πιο χαρούμενα, μετά πιο λυπημένα, με πολύ

κλάμα, στην κυπριακή διάλεκτο. Κάθε φορά που τελειώνει το γύρισμα ο

κινηματογραφιστής, φοβισμένα ζητά άδεια να μιλήσει, αλλά πάντα θα τον διακόπτει

θυμωμένα ο σκηνοθέτης. Όταν στο τελευταίο γύρισμα, στα κυπριακά ο σκηνοθέτης

μένει ικανοποιημένος…).

Σκηνοθέτης:                            Τέλεια. Μπράβο. Αυτό ήθελα. Τελειώσαμε τώρα.

Κινηματογραφιστής:               Κύριε, κύριε.

Σκηνοθέτης:                            Λέγε ρε και συ. Επιτέλους τι θέλεις;

Κινηματογραφιστής:               Κύριε στη μηχανή δεν είχε φιλμ τόση ώρα.

Σκηνοθέτης:                            Τι;! (Αρχίζει να τον κυνηγά, εξαγριωμένος)

Η θεία από το εξωτερικό

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Η θεία Αναστού
  • Η μητέρα
  • Τα τρία παιδιά

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(Η οικογένεια έχει πάρει μήνυμα ότι η θεία Αναστού φτάνει σήμερα από το εξωτερικό και ετοιμάζεται για την υποδοχή. Επειδή όμως στο σπίτι τους δεν υπάρχουν έπιπλα, σκέφτηκαν να γίνουν τα παιδιά έπιπλα. Έτσι τα δύο από τα παιδιά γονατούν κοντά-κοντά και σκεπάζονται με μια κουβέρτα για να σχηματίζουν τον καναπέ και το άλλο στέκει, έχοντας το ένα χέρι τεντωμένο για να σχηματίσει έτσι το κρεμαστάρι. Μόλις ετοιμαστούν κτυπά η πόρτα και εμφανίζεται η Θεία Αναστού με τις βαλίτσες της. )

Μητέρα:                      Ποιος είναι; Ελάτε μέσα.

Θεία:                           Εγώ είμαι η Αναστού. Ήρτα τώρα που το Αμέρικα.

Μητέρα:                      Αα…η Αναστού, καλωσόρισες Αναστού. (Αγκαλίαζονται και φιλά η μια την άλλη). Έλα βάρτες βαλίτσες σου κάτω να ξεκουραστείς. Βκλαρτον τζιαι τούντον σάκκο σου που φορείς γιατί εννα σκάσεις που την πυράν.

Θεία:                           Οκκέι. Εν καλά που λαλείς. Εμείς ποτζεί στο Αμέρικα θέλουμεν τρικά τζιαι σάκκους έτσι τζιαιρό. (Το βγάζει και το δίνει στη μητέρα).

Μητέρα:                      Έλα φέρμου το να σου το κρεμμάσω. Αα…μα εν πολλά ωραία. Ήντα μαλακόν που ένι! Πόσα το εγόρασες;

Θεία:                           Μα στο Αμερική εν πολλά φτηνά τούτα. Έδωσα μόνο 55 ντόλαρς.

Μητέρα:                      55 ντόλαρς; Λίρες πόσα ένι;

Θεία:                           Έτο καμμιάν 25ρκα πάνω κάτω. Ξέρω τζιαι γιω χαρκέσαι;

Μητέρα:                      Τέλος πάντων. Κάτσε Αναστού. Να σου κάμω τζιαι κανέναν καφέ να πιεις ή θέλεις καμμιά λεμονάδα;

Θεία:                           (Κάθεται στον καναπέ. Βάζει το πόδι πάνω στο άλλο.

                                    -Όι, προτιμώ ένα κοφι σκέττο. Ου έσιει τόσα χρόνια να πιω κόφι κυπριακό. Μα ο χάσπαντ, ο άντρας σου που ένι;

Μητέρα:                      Ένει στον καβενε. (Φεύγει να πάει να φέρει τον καφέ)

Θεία:                           Αλλάζει τα πόδια μια-δυο φορές. Αφήνει να περάσει λίγη ώρα και ρωτά.

                                    -Μα τα παιδκιά σου που ένει;

Μητέρα:                      (Φωνάζει από την κουζίνα)-Εν έξω τζιαι παίζουν. Εκαρτερούσαν ως τώρα. Όπου τζιαι να ‘ναι άκου τους.

Θεία:                           Ξέρεις έφερα τους τζιαι λλια πράματα. Κάτι ρούχα τζιαι κάτι σοκολάτες μιάλες αμερικάνικες.

Παιδιά:                        (Μόλις ακούουν σιοκολάτες, πετάγονται πάνω, ρίχνουν τη Θεία και το σακκάκι της κάτω και ορμούν πάνω στις βαλίτσες)

                                    -Αμερικάνικες τζιαι μιάλες; Πούντες;

 

Βουρά Βουρά

Ήταν ο Γιώργος. Βουρά βουρά κατεβαίνει το λόφο, βουρά βουρά περνά το περίπτερο, βουρά βουρά περνά ένα δέντρο, βουρά βουρά περνά τον ποταμό, βουρά βουρά κτλ κτλ κτλ βρίσκει ένα σπίτι, βουρά βουρά ανοίγει την πόρτα, βουρά βουρά ανεβαίνει τα σκαλιά, βουρά βουρά ανοίγει το υπνοδωμάτιο βλέπει δύο μάτια. Βουρά βουρά κλείνει την πόρτα. Βουρά βουρά κατεβαίνει τη σκάλα. Βουρά βουρά κλείνει την εξώπορτα, βουρά βουρά περνά τον ποταμό κτλ κτλ κτλ (τα λέμε με την αντίθετη σειρά από πριν) κτλ κτλ. Βουρά βουρά φτάνει σ’ ένα δέντρο « Πτους Γιώργος!»

 

Εν ώρα;

Οι κατασκηνωτές κάθονται σε σειρά με το κεφάλι τους ακουμπισμένο πάνω στο ώμο

του διπλανούς τους. Ένας-ένας ξυπνά και ρωτά το διπλανό του: «Εν ώρα;» και ο

τελευταίος απαντά: «Όχι» ( ο τελευταίος παριστάνει τον ομαδάρχη). Η αρνητική

απάντηση του ομαδάρχη μεταφέρεται από κατασκηνωτή σε κατασκηνωτή πίσω στον

πρώτο που ρώτησε και οι υπόλοιποι συνεχίζουν τον ύπνο τους. Η διαδικασία αυτή

συνεχίζεται 3-4 φορές.

Την τελευταία φορά ο ομαδάρχης απάντά: «Ναι» και όλοι γυρίζουν ταυτόχρονα το

κεφάλι τους προς την αντίθετη μεριά.

 

Ελεήστε τον αόματο τυφλό…

Ένας τυφλός κάθεται σε μια καρέκλα και ζητιανεύει λέγοντας:

-Ελεήστε τον αόματο τυφλό. Σαν στεκόμουν έπεσε ένας στίλος πάνω μου και έχασα

το φως μου.

Περνά ένας περαστικός και αφήνει κατιτί στο πιάτο του τυφλού ρωτώντας τον:

-Πόσο χρονών είσαι παππού;

-60, γιε μου, απαντά ο τυφλός.

Ο τυφλός περιμένει λίγο να φύγει ο περαστικός, παίρνει το νόμισμα που του άφησε στο πιάτο και κουνά το κεφάλι λέγοντας: «Βρε τον τσιγκούνη…». Ρίχνει το νόμισμα στην τζέπη του και συνεχίζει να ζητιανεύει:

-Ελεήστε τον αόματο τυφλό. Ψες ήρθαν δύο κουνούπια, ετσίμπησαν με στα μάτια και τυφλώθηκα. Ελεήστε τον τυφλό…

Περνά κάποιος άλλος και ρίχνοντας ένα νόμισμα στο πιάτο τον ρωτά:

-Πόσο χρονών είσαι παππού;

-70 γιε μου, του απαντά. Αφού φεύγει ο ξένος ο τυφλός βλέπει το νόμισμα προσεκτικά και λέει: «Εν καλό τούτο». Έπειτα το βάζει στη τσέπη του αντί στο πιάτο και συνεχίζει:

-Ελεήστε τον ταλαίπωρο τυφλό. Ψες σαν εκοιμούμουν είδα εφιάλτη και έπεσα κάτω από το κρεβάτι, χάνοντας έτσι το φως μου! Ελεήστε τον αόμματο τυφλό…

Περνά ένας περαστικός και του δίνει κάτι ρωτώντας τον:

-Πόσο χρονών είσαι παππού;

-80 γιε μου, του απαντά. Φεύγει ο ξένος, ο τυφλός βλέπει το νόμισμα και γυρίζοντας προς το μέρος του περαστικού μονολογεί: «Ου τον Φαρισσαίο». Ρίχνει ξανά το νόμισμα στο πιάτο και συνεχίζει:

-Ελεήστε τον αόματο τυφλό. Σαν έπαιζα μπάσκετ κάποιος μου έδωσε μια κλοτσιά στη μέσα και έχασα το φως μου. Ελεήστε τον τυφλό…

Περνά ακόμη ένας περαστικός και αφού ρίχνει κι αυτός ένα νόμισμα τον ρωτά:

-Πόσο χρονών είσαι παππού;

-90!! γιε μου, απαντά. Ο περαστικός όμως έτυχε να δει από μακριά τον τυφλό να παίρνει το νόμισμα από το πιάτο, να λέει: «Εν καλό τούτο» και να το βάζει στη τζέπη του. Επιστρέφει λοιπόν πίσω και του λέει θυμωμένα: «Παππού νομίζω ότι με περιπέζεις»!

-Μα εγώ;;; Αφού είμαι τυφλός! Αφού επιμένεις, να σου το αποδείξω λοιπόν.

Σηκώνεται πάνω και δείχνει με το χέρι του μια κοπέλα.

-Να, βλέπεις εκείνη την κοπέλα που κάθεται εκεί πέρα;… Εκείνη που φορεί μαύρα…

-Ναι, τη βλέπω. Δεν είμαι τυφλός!

-Εκείνη εκεί που φορεί ένα διαμαντένιο κολιέ…

-Ναι σου λέω… τη βλέπω.

-Τώρα βλέπεις τη μύγα που κάθεται πάνω στο κολιέ της;

-Μάλιστα τη βλέπω.

-Εγώ όμως δεν τη βλέπω, λέει ο τυφλός.

 

 Ο ιδιότροπος πελάτης/Ο ιδιότροπος καφετζής

(αν αντιστραφούν οι όροι μπορεί να παιχτεί ως ο ιδιότροπος καφετζης)

Σε ένα καφενείο έρχεται ο πρώτος πελάτης της ημέρας. Ο καφετζής μόλις τον είδε έτρεξε να τον εξυπηρετήσει:

-Καλωσορίσατε. Τι θα πέρετε;

-Λίγο κρασί, παρακαλώ.

-Μάλιστα α!, απαντά ο καφετζής. Ρίχνει την πετσέτα του στον ώμο και σε λίγο επιστρέφει με ένα ποτήρι κρασί. Όταν είδε το κρασί ο πελάτης ξαφνιασμένος του είπε:

-Κρασί κόκκινο; Συγγνώμη, αλλά εγώ θέλω άσπρο κρασί.

-Ότι θέλει ο πελάτης! Ρίχνει πάλι την πετσέτα στον ώμο και επιστρέφει με το κρασί που ζήτησε ο πελάτης.

-Ορίστε. Πως σας φαίνεται αυτό;

-Καλό φαίνεται. Για να το δοκιμάσω, απαντά ο πελάτης. Παίρνει λοιπόν το ποτήρι, μυρίζεται το κρασί και δυσαρεστημένος λέει στον καφετζή:

-Μα αυτό μυρίζει βαρέλι! Εγώ δε θέλω κρασί βαρελιού αλλά εμφιαλωμένο.

-Μάλιστα, απαντά θυμωμένα ο καφετζής. Φεύγει γρήγορα και επιστρέφει με το εμφιαλωμένο κρασί. Ο πελάτης ρίχνει άγριες ματιές στον καφετζή και κοιτάζει ερευνητικά το ποτήρι. Σε λίγο ξαφνιάζεται πάλι και δυσαρεστημένος διαμαρτύρεται για το ποτήρι, το οποίο του φάνηκε λερωμένο. Ζήτησε ακόμη να του φέρει ψηλό ποτήρι άσπρου εμφιαλωμένου κρασιού. Ο πελάτης το δοκιμάζει ικανοποιημένος, αλλά σε λίγο πάλι διαμαρτύρεται διότι το κρασί δεν ήταν παγωμένο. Στο τέλος δίνει το κρασί στον καφετζή και παραγγέλλει καφέ.

Ο καφετζής, εκνευρισμένος πολύ, φέρνει ένα καφέ.

vΤον χύνει μέσα σ’ ένα βάζο με νερό που υπήρχε μπροστά από τον ιδιότροπο πελάτη και λέει θυμωμένα: «Συγνώμη, κλείσαμε». Και ο πελάτης… ακόμη απορεί γιατί θύμωσε ο καφετζής.

vΤον παίρνει ο πελάτης και μονολογεί.

-Ένα καφέ παραγγήλαμε τζιαι τούτος εν μισός. Τον ακούει τότε ο καφετζής και θυμωμένος χύνει τον καφέ στο βάζο με το νερό και λέει «Θέλει πιο πολύ καφέ ο πελάτης;! Ορίστε!

 

Μια ξανθιά πάει στο supermarket στον υπάλληλο στα γαλακτοκομικά είδη. « Θα ήθελα 500 γρ φέτα!», του λέει. «Συγγνώμη έβαλα 550 γραμμάρια. Να τα αφήσω;», λέει ο υπάλληλος. Και απαντά η ξανθιά «Άφησε τα. Βάλε τώρα τα 500 γραμμάρια»…

 

Τα δύο χαζά παιδιά

Δύο φίλοι συναντιούνται στο καφενείο και τσακώνονται για το ποιος έχει το πιο χαζό παιδί. Λέει ο πρώτος:

-Ο γιος μου είναι χαζός!

-Όχι, ο δικός μου είναι περισσότερο.

-Θα το δούμε.

Φωνάζει ο πρώτος το παιδί του και του λέει:

-Έλα πάρε 1000 δρχ και πήγαινε να αγοράσεις ένα πλυντήριο.

Το παιδί φεύγει. Φωνάζει ο άλλος το παιδί του και του λέει:

-Πήγαινε σπίτι να δεις αν είμαι σπίτι και να έρθεις να μου πεις.

Συναντιούνται τα δύο παιδιά στο δρόμο και λέει το πρώτο:

-Ο πατέρας μου είναι χαζός που έδωσε 1000 δρχ να αγοράσω ένα πλυντήριο και δε μου είπε ούτε καν τι μάρκα θέλει.

Και λέει ο άλλος:

-Και τι είναι αυτό; Εμένα με έβαλε να πάω σπίτι να δω αν είναι εκεί και δεν τηλεφωνούσε από το φορητό να δει.

 

Τα προσκοπάκια

Στην συνηθισμένη συγκέντρωση των μικρών προσκόπων, αυτοί αναφέρουν τις καλές πράξεις που είχαν κάνει την προηγούμενη μέρα.

Ο αρχηγός τους λοιπόν, τους ρωτάει:

- «Τι καλή πράξη έκανες εσύ παιδί μου Αννούλα,χτες όλη μέρα;»

- «Βοήθησα κύριε, μια γατούλα να κατεβεί από ένα δέντρο που είχε ανεβεί και δεν μπορούσε να κατεβεί.»

- «Μπράβο Αννούλα. Εσύ Κωστάκη τι έκανες;»

- «Βοήθησα μια γριούλα να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, γιατί δεν μπορούσε μόνος του.»

-Μπράβο Γιωργάκη. Συναδελφική αλληλεγγύη. Μπράβο! Εσύ Μανωλάκη τι έκανες;»

- «Βοήθησα και εγώ τον Κωστάκη και τον Γιωργάκη να περάσουν τη γριούλα στο απέναντι πεζοδρόμιο».

- «Μα καλά, τρία άτομα για να περάσουν μια γριούλα στο απέναντι πεζοδρόμιο; Είναι δυνατόν Μανωλάκη;»

- «Μα δεν ήθελε να περάσει αρχηγέ!»

 

Ο έξυπνος μπαμπάς

Ένας πατέρας πηγαίνει στο σχολείο για να ρωτήσει για την επίδοση του γιού της.

Όλοι οι καθηγητές του λένε τα χειρότερα λόγια για το παιδί του κι έτσι απογοητευμένος καθώς ήταν πήγε σπίτι και περίμενε το παιδί.

Μόλις γύρισε ο γιος στο σπίτι, άρχισε να το ρωτάει:

- «Ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας;»

- « Η Τρίπολη, μπαμπά!», λέει ο γιος.

-« Πόσο κάνει δύο και τρία;»

- «23, μπαμπά», απαντά ο γιος.

Έτσι ο πατέρας νευριασμένος του λέει:

- «Αφού τα ξέρεις, γιατί δεν τους τα λες στο σχολείο;»

 

Το ποδηλατάκι της Κοκκινοσκουφίτσας

Ένα ωραίο πρωινό, ξεκινά η Κοκκινοσκουφίτσα για μια βόλτα στο δάσος με το ποδηλατάκι της.

Καθώς προχωρούσε, συναντά τον λύκο, ο οποίος την πετάει από το ποδηλατάκι της και το καταστρέφει.

Παιδί του δάσους όπως ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα, πάει κλαίγοντας στον αρκούδο.

- «Ο λύκος μου έσπασε το ποδηλατάκι μου», του λέει.

Ξεκινάει λοιπόν ο αρκούδος για να βρει το λύκο. Αφού τον βρίσκει,

τον σπάει στο ξύλο και τον υποχρεώνει να φτιάξει το ποδηλατάκι της Κοκκινοσκουφίτσας.

Την επόμενη μέρα, ξανά η Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος με το ποδηλατάκι της, ξανασυναντά τον λύκο.

Αυτός της ξανασπάει το ποδήλατο και το οποίο βέβαια ξαναφτιάχνει, αφού τον υποχρεώνει πάλι ο αρκούδος.

Αυτό συνεχίστηκε για μια εβδομάδα περίπου, μέχρι που η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ξαναεμφανίστηκε. Πάει, λοιπόν ο λύκος τώρα στο σπίτι της. Χτυπάει την πόρτα.

- « Ποιος είναι;», ρωτάει η Κοκκινοσκουφίτσα.

- «Η γιαγιά σου παιδάκι μου είμαι».

- «Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αφτιά;»

- «Για να ακούω καλύτερα παιδάκι μου»

- «Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο στόμα;»

- «Για να τρώω καλύτερα παιδάκι μου»

- «Γιαγιά, και γιατί έχεις τόσο κόκκινα μάτια;»

- «Από την οξυγονοκόλληση παιδάκι μου!»

 

Ένας Αλβανός κατεβαίνει στην Αθήνα. Η ζέστη υπερβολική. Ψάχνει για κανένα περίπτερο για να πάρει κάτι να δροσιστεί. Φτάνει στο περίπτερο και ρωτά τον περιπτερά.:

Αλβανός:              Παγωτό;

Περιπτεράς:          Ναι, έχουμε παγωτό. Τι γεύση θέλεις;

Αλβανός:              Κεράσι;

Περιπτεράς:          Ναι, έχουμε κεράσι. Ορίστε.

Ο Αλβανός παίρνει το παγωτό και ξεκινά να φύγει.

Περιπτεράς:          Ε φίλε που πας; Δεν πλήρωσες το παγωτό.

Αλβανός:              Εγώ κεράσει αύριο.

Και γλύφοντας το παγωτό έφυγε.

 

Ο Νικολάκης

Μια κυρία διηγείται στη γειτόνισσα της για τη φωτιά που έπιασε σε μια πολυκατοικία μιας φίλης της. Η φωτιά πήγαινε όλο και πιο ψηλά και ο κόσμος έτρεχε φοβισμένος να φύγει, αλλά η κυρία Μαρούλα έστεκε από κάτω και τρομαγμένη, γεμάτη απελπισία φώναζε με όλη της τη δύναμη «Νικολάκη μου πήδα».

Ο Νικολάκης ήταν στον 7ο όροφο.

Με λίγα λόγια η κυρία αυτή διηγείται στη γειτόνισσα με δραματικό τρόπο τις εξελίξεις κάνοντας έτσι να κορυφώνεται και η δική μας περιέργεια.

Στο τέλος της διήγησης η κυρία τα λέει ως εξής: «Και τελικά ναι! πήρε τη απόφαση ο Νικολάκης. Ναι! Μετά από απεγνωσμένες προσπάθειες η κυρία Μαρούλα τον έπεισε. Και πηδά ο Νικολάκης και κάνει…. νιάου!»

 

 Ο νάνος

            Απαραίτητα χρειώδη για το παίξιμο του είναι: Ένα σακκάκι ( ή ζακέτα) φαρδύ, ένα παντελόνι ( ή πυτζάμα), ένα ζευγάρι παπούτσια κι ένα καπέλο.

            Λαμβάνουν μέρος δύο παιδιά. Το ένα απ’ αυτά ( ο νάνος) στέκεται πίσω από ένα τραπεζάκι, σκεπασμένο μέχρι κάτω μ’ ένα τραπεζομάντηλο ( ή κουβέρτα), ώστε να μη φαίνονται τα πόδια του. Στα χέρια του φοράει το παντελόνι και τα παπούτσια. Έπειτα ακουμπά στο τραπεζάκι. Βάζοντας τα χέρια του. Το δεύτερο παιδί κρύβεται ακριβώς πίσω από το πρώτο. Τεντώνει τα χέρια του πάνω από τους ώμους του νάνου και με τη βοήθεια του ομαδάρχη τα περνά στα μανίκια του σακακιού. Η πλάτη του σακακιού είναι γυρισμένη μπροστά ούτως ώστε να σκεπάζει το πάνω μέρος του στήθους του νάνου. Τα μανίκια, όπου έχει περασμένα τα χέρια του το δεύτερο παιδί, παριστάνουν τα χέρια του νάνου. Για να μη φαίνεται το παιδί που είναι πίσω το σκεπάζουμε καλά με μια κουβέρτα. Το καπέλο το φοράει ο νάνος.

            Όλη αυτή η ετοιμασία γίνεται κρυφά πίσω από ένα παραπέτασμα. Επειδή είναι λίγο δύσκολο να σταθούνε καλά το παντελόνι και το σακάκι, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε παραμάνες. Ο νάνος μπορεί να ‘χει ένα ποτήρι νερό, ένα μαντήλι, μπαστούνι, βιβλίο, εφημερίδα…

            Για να πετύχει πρέπει τα δύο παιδιά να ‘χουν συγχρονισμό στα λόγια και στις κινήσεις. Μόλις παρουσιαστεί ο νάνος βγάζει λόγο. Το πίσω παιδί χρωματίζει και ζωντανεύει το λόγο με τις ανάλογες χειρονομίες. Στην αρχή π.χ βγάζει το καπέλο του, πίνει νερό, χτυπάει το στήθος του, χτυπάει τα πόδια του πάνω στο τραπέζι. Τον πιάνουνε στιγμές οίκτρου, έχει εξάρσεις (μπορεί και να τραβά τα μαλλιά του), σκουπίζει τον ιδρώτα του, τη μύτη του, δείχνει κάποιον και του λέει να πάψει, παρακαλεί κάποιον άλλο να μη … γελάει, χτυπά το μέτωπο του για να του κατεβούν ιδέες κλπ. Καλή διασκέδαση λοιπόν!

 

Φωτιά στο ξενοδοχείο!

Κάποιος μένει στον 5ο όροφο ενός ξενοδοχείου. Κατά τις τρεις το πρωί κατεβαίνει στο θυρωρό, τον ξυπνάει και του λέει:

-Θα ήθελα ένα ποτήρι νερό!

Παίρνει το ποτήρο κι ανεβαίνει στον όροφο του τρέχοντας. Δύο λεπτά αργότερα κατεβαίνει και ξαναλέει στο θυρωρό:

-Θα ήθελα άλλο ένα ποτήρι νερό.

Ο θυρωρός του το δίνει και γρήγορα-γρήγορα ανεβαίνει πάνω, αλλά σε δύο λεπτά κατεβαίνει και ζητάει τρίτο ποτήρι με νερό. Ο θυρωρός απορημένος τον ρωτά:

-Διψάτε πολύ κύριε…

-Εγώ; … καθόλου, απαντά.

-Μήπως τότε είναι κανένας άρρωστος;

-Όχι όχι! …Να το δωμάτιο μου πήρε φωτιά και προσπαθώ να τη σβήσω!!!

Κάθε φορά που ζητά νερό είναι και πιο λαχανιασμένος και κάθε φορά ο θυρωρός θυμώνει και περισσότερο. Στο τέλος κατεβαίνει αργά τις σκάλες και όταν ο θυρωρός ετοιμάζεται να του  δώσει νερό τότε του λέει « Κάηκε…»

 

Το κρεοπωλείο και οι κόκα-κόλες

Δύο ανοίγουν συνεταιρικά ένα κρεοπωλείο. Θέλοντας να κάνουν πρόβα πριν από τα εγκαίνια, βγαίνει έξω ο ένας για να ξαναμπεί κάνοντας τον πελάτη.

-Δύο κόκα-κόλες παρακαλώ.

-Καλά κρεοπωλείο είμαστε, κόκα κόλα θα πουλάμε; αποκρίνεται ο άλλος που προσποιόταν τον κρεοπώλη. Ξαναδοκιμάζουν, αλλά επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή. Ο άλλος αγανακτισμένος του λέει:

-Κάτσε εσύ εδώ, να κάνω εγώ τον πελάτη. Μπαίνει λοιπόν μέσα ο δεύτερος και κάνει την παραγγελία του:

-Ένα κιλό κιμά, παρακαλώ,

Αποκρίνεται και ο άλλος:

-Τα μπουκάλια τα έφερες;

 

Ο Διψασμένος

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Ένας διψασμένος άντρας

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Στη μια άκρη του σκηνικού βρίσκεται ξαπλωμένος στο έδαφος ένας άντρας ταλαιπωρημένος. Στην άλλη άκρη βρίσκεται ένα δοχείο με νερό. Ο άντρας που είναι πολύ διψασμένος, σέρνεται στο έδαφος λέγοντας με αδύνατη φωνή…)

Άντρας:           Νερό, λίγο νερό, δώστε μου λίγο νερό

(Προχωρεί προς το νερό με πολύ δυσκολία, επαναλαμβάνοντας τα ίδια, ενώ όσο προχωρά οι κινήσεις του γίνεται πιο δύσκολα. Πλησιάζει κοντά στο νερό δείχνοντας ότι δεν θ’ αντέξει να το φτάσει. Με μια απότομή κίνηση βρίσκεται τελικά πάνω από το δοχείο με το νερό. Ενώ όλοι περιμένουν ν’ αρχίσει να πίνει το νερό, αυτός πολύ επιδεικτικά, βγάζει μια κτενιά από την τσέπη του και χρησιμοποιά το νερό ως καθρέπτη για να κτενιστεί.

 

Εν ούλλοι τους καλά

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Ένας νέος ή μια νέα που φτάνει στο χωριό της από το εξωτερικό.
  • Ένας άντρας ή μια γυναίκα του χωριού.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(Ο νεαρός ξένος, κρατώντας και μια μικρή βαλίτσα, φτάνει στην πλατεία του χωριού, όπου συναντά τον Ττογλή, ένα κάτοικο του χωριού του.)

Ξένος:                                     Ω για σου Θκιε Ττογλή. Πως πάεις, είσαι καλά;

Χωρικός:                     Καλά είμαι γιε μου. Μα ποιος είσαι το γιο μου. Ε σε κατάλαβα.

Ξένος:                         Εγώ είμαι Θκιε, γιος του Κωστή του Αλουπου, οι δικοί μου τι κάμνουν, εν’ καλά;

Χωρικός:                     Άλλαξες ρε Γιαννή. Εμιάλινες ρε, ε σε κατάλαβα. Αν δεν μου το λάλες πού να σε καταλάβω; Που λαλέις το γιο μου οι δικοί σου εν ούλλοι τους καλά. Μόνο που τζείνο το γαούρι σας ήταν νάκκον άρρωστο τζιαι εψόφησεν τις προάλλες.

Ξένος:                         (Κλαίει και μοιρολογεί για το γαϊδουρι του που ψόφησε. Το ίδιο θα κάνει και στη συνέχεια μόλις ακούει ότι κάποιος από το σπίτι του πέθανε.)

                                    -Το γαούρι μου τζι έχασα το. Λάλε Θκιε μου οι άλλοι εν κάλά; Η μάνα μου, ο τζιύρης μου, ο παππούς μου, η αρφη μου Θκιε εν καλά;

Χωρικός:                     Ναι γιε μου εν ούλλοι τους καλά. Έτο νάκκον ο παππούς σου τζιαμπροου ήταν νάκκον άρρωστος τζιαι άφησε μας γρόνους. Ο θεός μακαρίσει τον.

Ξένος:                         Θκιε μα ήνταν που λαλείς. Η μάνα μου, ο τζιύρης μου εν καλά; Λάλε θκιε.

Χωρικός:                     Εν καλά γιε μου. Εν ούλλοι τους καλά με μαραζώνεις, μόνο την μάνα σου εδάκκασεν την ο γάιδαρος που να ψοφήσει, πριν να ψοφήσει τζιαι εμολύθηκε, τζιαι, έτο αγάπαν την ο Θεός τζιαι επήρεν την κοντά. Κάμνε υπομονή γιε μου.

Ξένος:                         Θκιε μαν να με πελλάνεις; (Κλαίει τη μάνα του. Μετά κλαμέναρωτά). Τζι’ ο τζιύρης μου Θκιε Ττογλή, η αρφή μου;]

Χωρικός:                     Τζιαι τούτοι εν καλά γιε μου, Ο τζιύρης σου ξέρεις το εν νάκκον μαραζιάρης. Έτο που το μαράζιν του αρρώστησε τζιαι τσα προχτές επέθανε. Επήεν νάβρει την μάνα σου γιε μου.

Ξένος:                         (Βάζει το κεφάλι του μέσα στα χέρια του και κλαίει και οδύρεται. Αρχίζει ν’ απομακρύνεται από το χωριό οπότε αυτός του φωνάζει):

Χωρικός:                     Στάθου γιε μου. Η αρφή σου η καημένη έμεινε πεντάρφανη, Τζιαι εν την εκάνεν τούτο., προχτές έπιασε φωθκιάν το σπίτι σας τζιαί εν έμεινες τίποτε. Έμεινες μες τες στράτες. Πήαινε έβρε την γιε μου να παρηορηθεί τζιαι τζιείνη νάκκον.

 

Ο Φωτογράφος

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Ο φωτογράφος
  • Αυτός που θα φωτογραφιστεί
  • Ο βοηθός του φωτογράφου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(Η σκηνή σε μια πλατεία, όπου ένας φωτογράφος έστησε τη φωτογραφική του. Ενώ ο φωτογράφος φτιάχνει τη φωτογραφική του και τις καρέκλες κοντά της ο βοηθός του φωνάζει…)

Βοηθός:                       Έφτασε στο χωριό σας ο πιο καλός φωτογράφος. Κοπιάστε να φωτογραφηθείτε. (Γυρίζοντας προς τα παιδιά που κάθονται γύρω τα ρωτά…). Ποιος από σας θέλει να φωτογραφηθεί; Ποιος θα κάνει την αρχή;

Φωτογράφος:              Καλώς τον. Καλώς τον. Ο πρώτος μας πελάτης απόψε και θα σε περιποιηθούμε ιδιαίτερα.

(Αμέσως ο φωτογράφος κοντά στον πελάτη και αρχίζει να τον …φτιάχνει. Με τα χέρια του τα οποία είχε μουντζώσει από πριν, τον πιάνει από το πρόσωπο, προσπαθώντας δήθεν να τον βάλει στην κατάλληλη θέση, λέγοντας του «λίγο πιο δεξιά, λίγο πιο πάνω… Στο τέλος αφού τον έχει πογιατίσει κατάλληλα του δίνει ένα καθρέπτη για να δει τη …φωτογραφία του.

 

Ο στρατιώτης που αψουρίστηκε

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Ο στρατηγός
  • Ο λοχαγός
  • 10 στρατιώτες

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(Η σκηνή σε ένα στρατόπεδο, όπου 10 περίπου στρατιώτες στέκονται σε παράταξη ακούοντας με προσοχή το λοχαγό τους, που τους δίνει διάφορες οδηγίες. )

Λοχαγός:                     Θέλω ζωντάνια. Αν τελικά έλθει ο στρατηγός και σας ρωτήσει οτιδήποτε, ν’ απαντάτε δυνατά και ζωηρά. Εγώ δεν θέλω κοιμισμένους στρατιώτες στο λόχο μου.

(Ενώ ο λοχαγός μιλά ακόμα στους στρατιώτες, εμφανίζεται σιγά-σιγά ο στρατηγός.

Μόλις τον βλέπει ο λοχαγος: )

Λοχαγός:                     Λόχος προσοχή! Στρατηγέ ο λόχος είναι έτοιμος για επιθεώρηση.

Στρατηγός:                  (Ενώ περπατά κατά μήκος της γραμμής των στρατιωτών)

                                    Άκουσα πολύ καλά λόγια για σας. Ο λοχαγός σας λέγει τα καλύτερα λόγια…

(Ένα αψούρισμα του πρώτου στη γραμμή στρατιώτη διακόπτει το στρατηγό. Αμέσως

ο στρατηγός αλλάζει όψη και δείχνει θυμωμένος. Τρέχει κοντά στον τελευταίο

στρατιώτη και τον ρωτά: )

Στρατηγός:                  Μήπως εσύ αψουρίστηκες;

Στρατιώτης:                (Φοβισμένα και τραυλίζοντας) Ο ο όχι κύριε.

(Ο  στρατιώτης βγάζει το πιστόλι του και τον πυροβολά. Ο στρατιώτης σωριάζεται

νεκρός στο έδαφος. Συνεχίζεται μετά η ίδια διαδικασία με τους υπόλοιπους

στρατιώτες μέχρι να φτάσει ο στρατηγός μπροστά από τον πρώτο στρατιώτη που

αψουρίστηκε. )

Στρατηγος:                  Δε μου λες, εσύ αψουρίστηκες;

Στρατιώτης:                Μα μάλιστα κύριε.

Στρατηγός:                  (Δείχνοντας ότι νιώθει ανακούφιση, μια και επιτέλους βρήκε αυτόν που αψουρίστηκε, του δίνει το χέρι, κάνει χειραψία μαζί του και του λέγει, τονίζοντας μια μια τις λέξεις) : Με τις υγείες σου παιδί μου.

 

Οι βαλίτσες ή Θέλω να Πεθάνω

ΠΡΟΣΩΠΑ

  • Ο ελεγκτής των εισιτηρίων στα τρένα
  • Τέσσερις επιβάτες του τρένου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(Η σκηνή σ’ ένα βαγόνι ενός τρένου. Οι 4 επιβάτες κάθονται σε καρέκλες ο ένας πίσω από τον άλλο. Ο πρώτος κρατά μια κιθάρα και σιγοτραγουδά χωρίς ν’ ακούεται, ενώ οι άλλοι τρεις διαβάζουν. Δίπλα από τον πρώτο υπάρχουν δύο βαλίτσες. Στο βαγόνι μπαίνει ο ελεγκτής, που κτυπά το κουδούνι του και φωνάζει:

Ελεγκτής:                    Τα εισιτήρια σας παρακαλώ.

(Όλοι τότε αρχίζουν να ψάχνουν για τα εισιτήρια τους, εκτός από τον πρώτο που τώρα τραγουδά πιο δυνατά λέγοντας: )

Επιβάτης:                    Θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω…

(Ο ελεγκτής αρχίζει να μαζεύει τα εισιτήρια από τους επιβάτες και τελικά φτάνει και στον πρώτο, που εξακολουθεί να τραγουδά στον ίδιο ρυθμό το «Θέλω να πεθάνω» )

Ελεγκτής:                    Κύριε, μπορώ να έχω το εισιτήριο σας;

Επιβάτης:                    Θέλω να πεθάνω, Θέλω να πεθάνω, Θέλω να πεθάνω….

Ελεγκτής:                    (Λίγο θυμβμένος) Το εισιτήριο σας κύριε.

Επιβάτης:                    Θέλω να πεθάνω, Θέλω να πεθάνω,,,,

Ελεγκτής:                    (Πολύ θυμωμένος) Κύρις το εισιτήριο σας είπα. Μα δεν ακούτε επιτέλους;

Επιβάτης:                    (Εντελώς αδιάφορα) Θέλω να πεθάνω…

Ελεγκτής:                    (Με πολλά νεύρα, αρπάζει τις δύο βαλίτσες που βρίσκονται δίπλα από τον επιβάτη και του φωνάζει θυμωμένα: )

                                    - Αν δεν μου δώσεις αμέσως το εισιτήριο σου θα πετάξω έξω τις βαλίτσες σου.

Επιβάτης:                    (Το ίδιο αδιάφορα και στον ίδιο μονότονο ρυθμό)

                                    -Θέλω να πεθάνω…

Ελεγκτής:                    (Πετά τις βαλίτσες έξω, γεμάτος οργή)

                                    -Κύριε, μόλις πέταξα τις βαλίτσες σου έξω.

Επιβάτης:                    (Ακριβώς με την ίδια αδιαφορία και με τον ίδιο ρυθμό, λέγει τραγουδιστά)

                                    -Δεν ήταν δικές μου, δεν ήταν δικές μου, δεν…

(Όταν ακούει ο Ελεγκτής μονολογεί: «Δεν ήταν δικές σου;» και πέφτει κάτω ξερός.)

 

Ο Αράπης που έχασε το Γάδαρο του

ΠΡΟΣΩΠΑ

-       Ο Αράπης που έχασε το γάδαρο του

-       Ο άνθρωπος που συναντά ο Αράπης

-       Οι άλλοι πέντε άνθρωποι που αναλαμβάνουν να βοηθήσουν τον Αράπη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Αράπης:                      Αλλάχ, Αλλάχ, βοληθησε με σε παρακαλώ, Αλλάχ, Αλλάχ βοήθησε με Αλλάχ, Αλλάχ!

Άλλος:                        Τι σου συμβαίνει καλέ μου άνθρωπε και ζητάς βοήθεια από τον Αλλάχ; Μπορώ εγώ να σε βοηθήσω;

Αράπης:                      Έχασα το γάδαρο μου και προσεύχομαι στον Αλλάχ να με βοηθήσει να τον βρω.

Αράπης:                      Μια στιγμή να φωνάξω και κάποιον άλλο να ‘ρθεο να προσευχηθεί μαζί σου. (Γυρίζοντας προς το μέρος που κάθονται τα παιδιά ρωτά: ) Έχει κανένα που θέλει να’ ρθει βα βοηθήσει τον Αράπη να βρει το γάδαρο του; (Οι εθελοντές συνήθως είναι πολλοί. Διαλέγει ένα και του λέγει να γονατίσει οπότε και οι δυο μαζί παρακαλούν τον Αλλάχ )

Αράπης:                      Αλλάχ, Αλλάχ, βοήθα μας να βρούμε το γάδαρο μας.

Α’ βοηθός                   Αλλάχ, Αλλάχ βοήθα μας!

Άλλος                         Τι έγινε, βρέθηκε επιτέλους ο γάδαρος;

Αράπης:                      Όχι καλέ μου άνθρωπε, δεν βρέθηκε ακόμα. Φώναξε σε παρακαλώ ακόμα κανένα να ‘ρθει να μας βοηθήσει.

Άλλος:                        Ας  έρθει ακόμα ένα σας παρακαλώ να βοηθήσει τον καημένο τον άνθρωπο.

(Συνεχίζεται η ίδια διαδικασία μέχρι που οι βοηθοί του Αράπη να γίνουν πέντε και

όλοι μαζί γονατιστοί να παρακαλούν τον Αλλάχ να τους βρει το γάδαρο, ποτέ)

Άλλος:                        Βρέθηκε επιτέλους αυτός ο γάδαρος;

(Ο Αράπης σηκώνεται, ανοίγει τα χέρια του προς τον ουρανό και λέγει δυνατά: )

Αράπης:                      Σ’ ευχαριστώ, Αλλάχ μου. Εγώ έχασα ένα γάδαρο και εσύ μου έστειλες άλλους πέντε.