Ηρωίδες γυναίκες - Νίκος Ορφανίδης
Νίκος Ὀρφανίδης
ΗΡΩΪΔΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Ἕνα μυθικὸ καὶ πέντε ἱστορικὰ παραδείγματα
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ
Θὰ ἤθελα νὰ ἀρχίσω τὴν εἰσήγησή μου πάνω στὸ θέμα τῶν ἡρωϊκῶν γυναικῶν στὴν Ἱστορία, μὲ ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ποίηση τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη καὶ μὲ μιὰ πρώτη, συγχρόνως, διευκρίνιση. Πὼς θὰ ἐπιχειρήσω νὰ προσεγγίσω τὸ θέμα μου μέσα ἀπὸ μιὰ σειρὰ ποιητικὲς ἀναγνώσεις, ἀναδεικνύοντας δηλαδή, τὸ θέμα τῆς πρόσληψης ἀπὸ μέρους τῆς ποίησης τῶν ἡρωϊκῶν γυναικῶν στὸν τόπο τῆς Ἱστορίας.
«Χιμάει, χτυπιέται ὁἄνεμος, ξαναχτυπιέται ὁἄνεμος
Σφίγγεται ἡἐρημιὰστὸν μαῦρο της μποξὰ
Σκυφτὴπίσω ἀπὸμῆνες-σύννεφαἀφουκράζεται
Τί νὰ’ναι ποῦἀφουκράζεται, σύννεφα-μῆνες μακριά;
Μὲτὰκουρέλια τῶν μαλλιῶν στοὺς ὤμους ―ἂχ ἀφῆστε την―
Μισὴκερὶμισὴφωτιὰμία μάνα κλαίει ―ἀφῆστε την―
Στὶς παγωμένες ἄδειες κάμαρες ὅπου γυρνάει ἀφῆστε την!
Γιατί δὲν εἶναι ἡμοίρα χήρα κανενὸς
Κι οἱμάνες εἶναι γιὰνὰκλαῖν, οἱἄντρες γιὰνὰπαλεύουν
Τὰπεριβόλια γιὰν’ ἀνθοῦν τῶν κοριτσιῶν οἱκόρφοι
Τὸαἷμα γιὰνὰξοδεύεται, ὁἀφρὸς γιὰνὰχτυπᾶ
Κι ἡλευτεριὰγιὰν’ ἀστραφτογεννιέται ἀδιάκοπα!»
Ὀδυσσέα Ἐλύτη, «Ἆσμα Ἡρωϊκὸ καὶ Πένθιμο
γιὰ τὸν Χαμένο Ἀνθυπολοχαγὸ τῆς Ἀλβανίας», Η΄.
Σκέφτηκα, λοιπόν, ν’ ἀρχίσω μὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ἆσμα Ἡρωϊκὸ καὶ Πένθιμο γιὰ τὸν Χαμένο Ἀνθυπολοχαγὸ τῆς Ἀλβανίας» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη, προκειμένουνὰ σταθῶ σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ κορυφαῖος ποιητή μας ἐπισημαίνει καὶ σημειώνει ἐμφαντικά, διακρίνοντας τὸν κατ’ ἐξοχὴν ἀρχετυπικὸ ρόλο τῆς μητέρας, ἀλλὰ καὶ τῆς γυναικὸς γενικότερα. Καὶ θά ’λεγα πὼς ἡ γυναῖκα, πέρα ἀπὸ τὴν ἀρχετυπικὴ εὐθύνη τῆς διάσωσης ἢ τῆς διασφάλισης τῆς συνέχειας τῆς ζωῆς, ἀναλαμβάνει μέσα στὸν κόσμο τὸν σκληρότερο καὶ πλέον ἐπώδυνο ρόλο, καθὼς βιώνει, ἕως ἐσχάτου, τὸν ἀνθρώπινο πόνο, μὲ φρόνημα συχνὰ ἡρωϊκότερο τοῦ ἀνδρὸς καὶ σθένος ἀνυποψίαστο καὶ ἀπερίγραπτο.
Ἔτσι ἀκριβῶς, ὅπως ὁ μέγας προφήτης καὶ βασιλεὺς Σολομὼν ὑποδεικνύει στὸ Βιβλίο «Παροιμιῶν», 29, 10-13: «Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη. 11 θάρσει ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει· 12 ἐνεργεῖ γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ πάντα τὸν βίον. 13 μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσὶν αὐτῆς. 14 ἐγένετο ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δὲ αὐτῆς τὸν πλοῦτον.»Ἢ ὅπως ἀργότερα ὁ προφήτης Συμεὼν εἶπε στὴν Θεοτόκο: «Καὶσοῦδὲαὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί»(Λουκ. β΄ 35). Ἕνας λόγος ποὺ παραπέμπει στὴ Σταύρωση καὶ στὸν πόνο τῆς Παναγίας.
1. ΜΥΘΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ: ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ἀποσπάσματα: Σοφοκλέους, «Ἀντιγόνη» καὶ Γιώργου Σεφέρη, «Κίχλη»
Μιλώντας γιὰ τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημα τῶν γυναικῶν καὶ τὶς ἡρωϊδες γυναῖκες στὸν τόπο τῆς ἱστορίας, τόσο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅσο καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, θὰ μποροῦσε νὰ ξεκινήσει κανεὶς ἀπὸ τὰ ἀρχέτυπα τοῦ μύθου. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν μυθικὸ πληθυσμὸ τῆς ἀρχαίας, γιὰ παράδειγμα, μυθικῆς ἱστορίας, καὶ τὰ παραδείγματα βίου ποὺ μᾶς παραδίδει. Νὰ σταθοῦμε, ἐνδεχομένως, στὴν Ἐκάβη καὶ στὸν διαχρονικὸ θρῆνο της καὶ στὴν Ἀνδρομάχη ἀπὸ τὸν Τρωϊκὸ κύκλο ἢ τὴν Ἀντιγόνη ἀπὸ τὸ Θηβαϊκό. Ἔτσι, παρόλο ποὺ ἀνέλαβα νὰ περιγράψω καὶ νὰ καταθέσω ἡρωϊκὰ παραδείγματα γυναικῶν ἀπὸ τὸν τόπο τὶς ἱστορίας, σκέφτηκα νὰ ἀρχίσω ἐνδεικτικὰ ἀπὸ τὰ ἀρχέτυπα τοῦ μύθου μὲ τὴ διαχρονική τους ἀλήθεια.
Τὸ ὑπόδειγμα, γιὰ παράδειγμα, καὶ τὸ πρότυπο βίου τῆς Ἀντιγόνης στὴν ὁμώνυμη τραγωδία Σοφοκλέους, κι αὐτὸ ποὺ καταθέτει, εἶναι ἡ ὑπεροχὴ τοῦ θείου νόμου ἔναντι τῶν νόμων τῶν ἀνθρώπων. Ἡ νεαρὴ Ἀντιγόνη, ἐκφράζοντας καὶ ὑπερασπιζόμενη τὸν Θεϊκὸ νόμο, μὲ φρόνημα ἡρωϊκό, ἀλλὰ καὶ γενναιότητα, ὅπως ξέρουμε, ἐκπληκτική, ὑψώνει τό ἠθικὸἀνάστημά της ἀπέναντι στήν αὐθαιρεσία, ἀλλὰ καὶ στὴ λογικὴ τῆς ἐξουσίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρθρώνει ἀπέναντι στὸν Κρέονταλόγο ἱερὸ ἔναντι τοῦ ἀνίερου κοσμικοῦ τρόπου τῆς ἄτεγκτης ἐξουσίας τοῦ κράτους, ποὺ τὸ συνοδεύει ἡ βία, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν Αἰσχύλο καὶ τὸν «Προμηθεα Δεσμώτη». Ὁ λόγος της παραπέμπει εὐθέως καὶ στὸν σπερματικὸλόγο, γιὰ νὰ μιλήσουμε ἐκκλησιαστικῶς:
«Οὔ τοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν».
Δηλαδή, «Δέν γεννήθηκα τοὺς ἄλλους νά μισῶ, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀγαπῶ». Εἴμαστε ἐν τῷ κόσμῳ δημιουργήματα καὶ ἐκφραστὲς τῆς Ἀγάπης, «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη ποὺ καταξιώνει καὶ δικαιώνει καὶ πληροῖ τὴ ζωή μας. Καί ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι καὶ νοεῖται μόνον ὡς ζωὴ ἐν τῇ ἀγάπῃ.
Δίνω τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἐκτενέστερα, καθὼς ἡ Ἀντιγόνη ἀναφέρεται στὸν ἀδελφό της, ποὺ ἡ ταφή του εἶχε διὰ νόμου ἀπαγορευθεῖ (στ. 517 -525). Θυμίζω τὴν ἱστορία τοῦ μύθου. «Ὅταν ὁ Οἰδίποδας παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Θήβας, παρέδωσε τὴν πόλη στοὺς δυὸ γιούς του, Ἐτεοκλῆ καὶ Πολυνείκη, ποὺ συμφώνησαν να παίρνουν τὸ βασίλειο ἐναλλάξ κάθε χρόνο. Μετὰ τὸν πρῶτο χρόνο, ὁ Ἐτεοκλὴς ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὸν θρόνο. Ὁ Πολυνείκης, ὁ ὁποῖος διέμενε στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἄδραστου, ἐπιτέθηκε στὴν πόλη των Θηβῶν μὲ τοὺς συμμάχους του («Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας»). Καὶ τὰ δυὸ ἀδέρφια σκοτώθηκαν στὴ μάχη. Ο βασιλιᾶς Κρέοντας, θεῖος τῶν δυὸ ἀδελφιῶν ποὺ ἀνέβηκε στὸ θρόνο, διέταξε νὰ παραμείνει ἄταφο τὸ σῶμα τοῦ Πολυνείκη. Ἡ ἀδερφή του, Ἀντιγόνη, παράκουσε τὴ διαταγή καὶ ἔθαψε τὴ σορὸ τοῦ ἀδελφοῦ της. Ὁ μύθος αὐτὸς παρουσιάζεται στὴν τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ «Ἀντιγόνη»:
ΑΝ. Οὐ γάρ τι δοῦλος, ἀλλ’ ἀδελφὸς ὤλετο.
ΚΡ. Πορθῶν δὲ τήνδε γῆν· ὁ δ’ ἀντιστὰς ὕπερ.
ΑΝ. Ὅμως ὅ γ’ Ἅιδης τοὺς νόμους ἴσους ποθεῖ.
ΚΡ. Ἀλλ’ οὐχ ὁ χρηστὸς τῷ κακῷ λαχεῖν ἴσος.
ΑΝ. Τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε;
ΚΡ. Οὔτοι ποθ’ οὑχθρός, οὐδ’ ὅταν θάνῃ, φίλος.
ΑΝ. Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν.
ΚΡ. Κάτω νυν ἐλθοῦσ’, εἰ φιλητέον, φίλει
κείνους· ἐμοῦ δὲ ζῶντος οὐκ ἄρξει γυνή.
Καὶ σὲ μετάφραση:
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκοτώθηκε όχι σκλάβος, μα αδερφός του.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κουρσεύοντας τη χώρα του, ενώ εκείνος
υπερασπίζοντάς την.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όμως ο Άδης
ίσους για όλους ποθεί τους νόμους που έχει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα όμοιος με τον καλό ο κακός δεν είναι
για να 'χουν ίσο κλήρο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιος ξέρει
αν έχουν αυτά πέραση εκεί κάτω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ποτέ μου εχθρός δε θενά γίνη φίλος
ούτε κι αφού πεθάνη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εγώ δεν είμαι
για να μοιράζωμαι έχθρες, αλλ' αγάπη.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σαν πας λοιπόν κάτω απ' τη γη, αφού πρέπει
και καλά ν' αγαπάς, αγάπα εκείνους
που 'ναι εκεί κάτω· μα όσο εγώ θε να 'μαι
στη ζωή, γυναίκα δε θα εξουσιάση.
Τὸ Θεῖο νόμο, ἀλλὰ καὶ τὴ δυναμικὴ τῆς ἀγάπης ὑπερασπίζεται, λοιπόν, ἡρωϊκῶς, ἕως θανάτου, ἡ Ἀντιγόνη, ἡ κόρη τοῦ τραγικοῦ καὶ συντετριμμένου Οἰδίποδος, ποὺ πῆρε πρὶν, ὅπως ξέρουμε, τυφλὸς τοὺς δρόμους τοῦ κόσμου. Ἡ Ἀντιγόνη τὸν συντροφεύει μέχρι τὴν Ἀνάληψή του (βλ. τραγωδία «Οἰδίπους ἐπὶ Κολονῷ»). Ἡ Ἀντιγόνη, ἀργότερα, ὕστερα ἀπὸ τὸν ἀδελφοκτόνο πόλεμο καὶ τὴ σφαγὴ στὶς πύλες τῶν Θηβῶν, ἀποφασίζει νὰ θάψει, ὅπως ξέρουμε, τὸν νεκρὸ ἀδελφό της, παρὰ τὶς σαφεῖς ὁδηγίες τοῦ Κρέοντος νὰ παραμείνει ἄταφος.
Αὐτὴ τὴν ἀνάδειξη τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ τέλους τῶν παθῶν τοῦ αἰῶνος, τοῦ πόνου τῶν ἀνθρώπων μέσα στὴ χρονικότητα, προβάλλει καὶ στὴν ἔξοδο τοῦ κορυφαίου ποιήματός του «Κίχλη» ὁ Σεφέρη, μὲ τὴν «μικρὴ Ἀντιγόνη» καὶ μὲ τοὺς συγκλονιστικοὺς στίχους του ποὺ ἀκολουθοῦν. Εἴμαστε πιὰ στὸν «Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ», στὴν Ἀνάληψη τοῦ Οἰδίποδος, στὴν ἀνάδειξη τοῦ φωτὸς καὶ στὴ μεταθανάτια γαλήνη:
«Τραγούδησε μικρὴ Ἀντιγόνη,
τραγούδησε, τραγούδησε...
δὲ σοῦ μιλῶ γιὰ περασμένα, μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη
στόλισε τὰ μαλλιά σου μὲ τ᾿ ἀγκάθια τοῦ ἥλιου,
σκοτεινὴ κοπέλα-
ἡ καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ βασίλεψε,
ὁ τύραννος μέσα ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο ἔχει φύγει,
κι ὅλες οἱ κόρες τοῦ πόντου, Νηρηίδες, Γραῖες
τρέχουν στὰ λαμπυρίσματα τῆς ἀναδυομένης
ὅποιος ποτέ του δὲν ἀγάπησε θ᾿ ἀγαπήσει,
στὸ φῶς-
καὶ εἶσαι
σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ
τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ
νὰ κοιτάξεις πρῶτα,
γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ
καὶ τὸ τιτιβισμάτων πουλιῶν
θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ
καὶ νότο
θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας
πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.»
Πόρος, «Γαλήνη», 31 τοῦ Ὀχτώβρη 1946
Ἔτσι ἡ μυθικὴ Ἀντιγόνη ἀναλαμβάνει νὰ διασώσει τὸν ἄλλο τόπο, τὸν τόπο τοῦ φωτὸς καὶ τὴς Θείας δικαιοσύνης. Νὰ ἀναδείξει τελικὰ τὴν ἀγάπη ἔναντι τῶν παθῶν τοῦ χρόνου καὶ τοῦ συνακόλουθου κοσμικοῦ μίσους.
2. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΗΣΙΚΛΕΙΑΣ:
Κ. Π. Καβάφης, «Ἐν Σπάρτῃ» καὶ «Ἄγε, ὦ βασιλεὺ Λακεδαιμονίων»
Ἕνα δεύτερο πρότυπο, παράδειγμα καὶ ὑπόδειγμα βίου, ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἱστορίας αὐτὴ τὴ φορά, εἶναι αὐτὸ τῆς ὑπομένουσας τὴ δοκιμασία τοῦ βίου γυναίκας, κατὰ τρόπον ὑπερήφανο καὶ ἀξιοπρεπῆ. Εἶναι ἡ γυναίκα ποὺ ἀρχετυπικῶς ἀναλαμβάνει τὸν πόνο καὶ τὶς δοκιμασίες, τὰ πάθη τοῦ κόσμου, διδάσκοντάς μας τὴν ἐντιμότητα, τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν περηφάνεια. Τὴν τιμή. Ἕνα ἄλλο ἡρωΐσμό.
Στέκομαι, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, στὸν ποιητὴ Κωνσταντῖνο Π. Καβάφη καὶ στὴν περίπτωση ἡρωϊσμοῦ ἀπὸ μέρους τῆς Κρατησίκλειας, τῆς μητρὸς τοῦ βασιλέως τῆς Σπάρτης Κλεομένη. Εἴμαστε πιὰ στὰ Ἑλληνιστικὰ χρόνια καὶ στὸν ἀλληλοσπαραγμὸ τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου:
«Δὲνἤξερενὁβασιλεὺς Κλεομένης, δὲν τολμοῦσε —
δὲνἤξερεἕναν τέτοιον λόγο πῶς νὰπεῖ
πρὸς τὴν μητέρα του: ὅτιἀπαιτοῦσε ὁΠτολεμαῖος
γιὰἐγγύησιν τῆς συμφωνίας των ν’ ἀποσταλεῖκι αὐτὴ
εἰς Αἴγυπτον καὶνὰφυλάττεται·
λίαν ταπεινωτικόν, ἀνοίκειον πρᾶγμα.
Κι ὅλο ἤρχονταν γιὰνὰμιλήσει· κι ὅλο δίσταζε.
Κι ὅλο ἄρχιζε νὰλέγει· κι ὅλο σταματοῦσε.
Μὰἡὑπέροχη γυναῖκα τὸν κατάλαβε
(εἶχεν ἀκούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
καὶτὸν ἐνθάρρυνε νὰἐξηγηθεῖ.
Καὶγέλασε· κ’ εἶπε βεβαίως πιαίνει.
Καὶμάλιστα χαίρονταν ποὺμποροῦσε νἆναι
στὸγῆρας της ὠφέλιμη στὴν Σπάρτη ἀκόμη.
Ὅσο γιὰτὴν ταπείνωσι — μὰἀδιαφοροῦσε.
Τὸφρόνημα τῆς Σπάρτης ἀσφαλῶς δὲν ἦταν ἱκανὸς
νὰνοιώσει ἕνας Λαγίδης χθεσινός·
ὅθεν κ’ ἡἀπαίτησίς του δὲν μποροῦσε
πραγματικῶς νὰταπεινώσει Δέσποιναν
Ἐπιφανῆὡς αὐτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.»
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἐν Σπάρτη», 1928
Καὶ στὸ ἀντίστοιχο θεματικῶς καὶ ἱστορικῶς ποίημα «Ἄγε, ὦ βασιλεύ Λακεδαιμονίων», διαβάζουμε:
«Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.»
Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας προς το «διδώ».
Τὰ δυὸ αὐτὰ ποιήματα είναι εἶναι ποιήματα ἱστορικὰ ἢ ἱστοριογενῆ, βασίζονται σὲ πραγματικά πρόσωπα καὶ γεγονότα καὶ ἀναδεικνύουν θεματικῶς τὴν ἀξιοπρέπεια, μὲ τὴν ὁποία ἡ Κρατησίκλεια οἰκειοθελῶς ἀποδέχεται καὶ ὑπομένει γιὰ χάρη της πατρίδας της, τὴν ὁμηρείας της στὴν Αἴγυπτο.
«Η Κρατησίκλεια γνωρίζει πως η πατρίδα της χρειάζεται στρατιωτική βοήθεια, κι εφόσον ο Πτολεμαίος Γ΄ της Αιγύπτου θέτει ως όρο για την παροχή της, να μεταβούν εκείνη και τα εγγόνια της ως όμηροι στην Αίγυπτο, δεν διστάζει να το αποδεχτεί, όσο κι αν συναισθάνεται τον κίνδυνο που ελλοχεύει. Η προθυμία της «θαυμάσιας» αυτής γυναίκας να θέσει τον εαυτό της στην υπηρεσία της πατρίδας της, αλλά και η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζει τον πόνο του αποχωρισμού απ’ το γιο της, όπως και το φόβο για τη ζωή τη δική της και των εγγονιών της, αναγνωρίζονται από τον Καβάφη ως ιδανικά στοιχεία συμπεριφοράς ενός άξιου ηγετικού προσώπου […] Η Κρατησίκλεια, παρά το γεγονός ότι είναι ήδη σε μεγάλη ηλικία και παρά το γεγονός ότι η μετάβασή της στην Αίγυπτο μπορεί να σημάνει το τέλος της, είναι έτοιμη να θυσιαστεί για τη χώρα της, καθώς θέτει τον εαυτό της στην υπηρεσία του λαού της, όπως άλλωστε θα έπρεπε να κάνει κάθε πραγματικός ηγέτης.»
3. ΚΥΠΡΟΣ: ΜΑΡΙΑ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗ / Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ
Μιὰ ἄλλη διάσταση ἡρωϊσμοῦ ἀπὸ μέρους τῶν γυναικῶν εἶναι ἡ ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου ἔναντι τῆς ἀτίμωσης. Ὡς κλασικὰ ἱστορικὰ παραδείγματα ἡρωϊκῶν γυναικῶν, στὰ ὁποῖα συνήθως ἀναφερόμαστε σὲ σχέση μὲ αὐτὴ τὴ θεματικὴ τῆς ἀτίμωσης, εἶναι αὐτὰ τοῦ Ζαλόγγου στὸ ἡρωϊκὸ Σούλι, στὰ χρόνια τοῦ κατατρεγμοῦ καὶ τοῦ πολέμου μὲ τὸν Ἀλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, ἀλλὰ κι ἐδῶ στὴν Κύπρο, δύο καὶ πλέον αἰῶνες πρίν, αὐτὸ τῆς ἀνατίναξης τῆς μεγάλης φρεγάδας τῶν Τούρκων στὸ λιμάνι τῆς Ἀμμοχώστου, ποὺ εἶναι φορτωμένη αἰχμαλώτους καὶ λάφυρα ἀλλὰ καὶ ἐπιφανεῖς ἄρχοντες καὶ ἀρχόντισσες προορισμένες νὰ ὁδηγηθοῦν στὸν τόπο τοῦ ἐξευτελισμοῦ καὶ τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἀτίμωσης. Εἴμαστε στὰ 1570, μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κύπρου καὶ συγκεκριμένα τῆς Λευκωσίας ἀπὸ τοὺςΤούρκους. Μὴ ξεχνᾶμε, ὅμως, μαρτυρούμενα περιστατικὰ ἀπὸ τὸν Πόντο στὰ χρόνια τῆς Τραγωδίας στὴ Μικρασία, ἀλλὰ καὶ στὴν Κὐπρο, κατὰ τὴ Τουρκικὴ εἰσβολή.
Στέκομαι, πρῶτα στὰ δύο Ποιήματα, αὐτὰ τοῦ Βασίλη Μιχαηλίδη καὶ τοῦ Ἀντωνίου Μάτεση γιὰ τὴ Μαρία Συγκλητικὴ τῆς Κύπρου. Διακόσια τριάντα τρία χρόνια πρὶν τὸ Ζάλογγο, εἶναι ἡ αὐτοχειρία τῆς Μαρίας Συγκλητικῆς καὶ τῶν λοιπῶν γυναικῶν τῆς Κύπρου, προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὸν ἐξευτελισμὸ καὶ τὴν ταπείνωση. Διαβάζουμε, τὶς σχετικὲς ἱστορικὲς ἀναφορὲς για την Τουρκοκρατία στην Κύπρου καὶ πῶς στο λιμάνι τῆς Ἀμμοχώστου ἡ Μαρία Συγκλητική, αἰχμάλωτη μὲ ἄλλες νέες ποὺ προορίζονταν ὡς δῶρο γιὰ τὸ σουλτάνο, ἀνατίναξε τὸ πλοίο ποὺ θὰ τὶς μετέφερε!
«Στις αρχές του 1570 μαθεύτηκαν στην Ευρώπη τα τουρκικά σχέδια για την κατάληψη της Κύπρου και αμέσως κινητοποιήθηκαν πολλές ευρωπαϊκές δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν την τουρκική εισβολή στη νήσο. Τελικά όμως δεν υπήρξε αντίδραση των Ευρωπαίων, και οι Τούρκοι στις 3 Ιουλίου αποβιβάστηκαν ανενόχλητοι στη Λάρνακα. Μετά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης ο τουρκικός στρατός (100.000 άντρες) προχώρησε για να καταλάβει την πρωτεύουσα Λευκωσία. Η πόλη πρόβαλε σθεναρή αντίσταση, αλλά στις 9 Σεπτεμβρίου 1570 αλώθηκε, λεηλατήθηκε και οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι. Στο λιμάνι της Αμμοχώστου η Μαρία Συγκλητική, αιχμάλωτη με άλλες νέες που προορίζονταν ως δώρο για το σουλτάνο, ανατίναξε το πλοίο που θα τις μετέφερε. Μετά την κατάληψη της Λευκωσίας όλες οι άλλες πόλεις παραδόθηκαν αμαχητί πλην της Αμμοχώστου, την οποία πολιόρκησε στενά με όλες του τις δυνάμεις ο Λαλά Μουσταφά πασάς από τη στεριά και ο Πιαλή πασάς από τη θάλασσα. Η πολιορκία της Αμμοχώστου κράτησε σχεδόν ένα χρόνο χάρη στην ηρωική αντίσταση των κατοίκων της, οι οποίοι με επικεφαλής το Ενετό στρατηγό Μαρκαντώνιο Μπραγκαντίνο προκάλεσαν στον τουρκικό στρατό απώλειες 80.000 νεκρούς. Τελικά, οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, γιατί δεν είχαν πολεμοφόδια και τρόφιμα. Μετά την κατάληψη της πόλης (1571) οι Τούρκοι προχώρησαν σε σφαγές, λεηλασίες και ωμότητες.
Μεταξύ θρύλου και ιστορίας η μορφή της κυπρίας νέας που προτίμησε το θάνατο παρά να αφεθεί παθητικά στη ζωή για την οποία την προόριζαν οι τούρκοι κατακτητές της Κύπρου, το 1570, πέρασε σε ιστορικές αναφορές, στην τέχνη και στη λογοτεχνία με πολλά ονόματα: Μαρία Συγκλητική, Αρνάλδα Ρουχιά, Ρενάλδα, Βελεσάνδρα ―όποιο όμως κι αν είναι το ακριβές όνομά της, η ουσία και ο συμβολισμός της πράξης της παραμένουν ίδιοι.
Στην ηρωΐδα αναφέρθηκαν πολλοί παλαιότεροι χρονικογράφοι (Μπιζάρο, Καλέπιο, Σερένο, Γάττο. Σωζόμενος, Μπρενζόνιο, Φολιέτα, Γκρατιάνι), ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός στην Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου… (Βενετία 1788) και ο άγγλος Claude Delaval Cobham (Arnalda sive captiva victrix, Λονδίνο 1910). Απασχόλησε επίσης τη νεοελληνική λογοτεχνία ―μεταξύ άλλων, τον Βασίλη Μιχαηλίδη και τον επτανήσιο Αντώνιο Σ. Μάτεση (1864-1952) οι οποίοι έγραψαν ποιήματα εξυμνώντας την.»
Διαβάζουμε στὴν Ἱστορία Χρονολογικὴ τῆς Νήσου Κύπρου τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Κυπριανοῦ, ἕνα ἔργο ποὺ κυκλοφὀρησε τὸ 1788 στὴ Βενετία:
«εν ω δε εβάρκαρε τους σκλάβους και τα λάφυρα, ένα Γαλεώνι του Μεεμέτ πασά γεμάτον σκλάβους από το άνθος των ευγενών και ευγενίδων νέων της λευκοσίας, οπού έστελλε τω Σουλτάνω, υιώ του, και τω βεζήρη Μεεμέτ, άναψε φωτίαν έξαφνα, και εκάησαν και σκλάβοι και λάφυρα εις μίαν στιγμήν. έθλιψε πολλά τον Μουσταφάν το συμβεβηκός, και κοντά εις αυτό και άλλα δύω εκάησαν. Αρνάλδα Αρχόντισσα Ευγενής λευκοσιάτισσα θυγατέρα του Κώμητος Ρουχιάς αξιοπρεπεστάτου, ος εφονεύθη εις πόλεμον, ωραία κατ’ εξοχήν, διωρισμένη δια το χαρέμι του Σουλτάνου, Ιστορούσι Στέφανος και Καλλέπιος έπραξε τούτο το Ηρωϊκόν κατόρθωμα, και επί τούτου έδωκε φωτίαν, και ευχαριστήθη να γένη πυρός παρανάλωμα με τας άλλας, παρά να καταισχύνη την δόξαν του γένους της, και να καταντήση εντρύφημα των ασεβών Νικητών της Πατρίδος της.»
Δίνουμε πρῶτα τὸ ποίημα τοῦ Βασίλη Μιχαηλίδη«Ἡ Ἀρνάλδα ἢ Βελεσάνδρα ἐπὶ τοῦ πλοίου»:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«Εις Κυπριακόν λιμένα προ της νέας Σαλαμίνος
Από πλοίου ετοιμόπλου γοερός αντήχει θρήνος.
Ήσαν κόραι Κυπριάδες λάφυρον των Μουσουλμάνων
Λεία προσδιορισθείσα δώρον δια τον Σουλτάνον.
Ο Καρά Μουσταφάς τότε ο την νήσον εκπορθήσας
Ο τας πόλεις, τα χωρία, τους ναούς λεηλατήσας
Ο σκληρός σφαγεύς Κυπρίων αμετρήτων χιλιάδων
Έκθαμβος από το κάλλος έμεινε των Κυπριάδων
Κ’ εις το μέγα τούτο πλοίον εξ αυτών παραλαμβάνων
Προητοίμασε ωραίον δώρον δια τον Σουλτάνον.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η Αρνάλδα εκ του γένους των Συγκλητικών γενναία,
Ηρωΐς πασών η πρώτη και ως άγγελος ωραία
Είδε πλήρη τα ιστία, έτοιμον προς πλουν το πλοίον
Κ’ εντελώς απελπισθείσα έλεγε μετά δακρύων :
“Κάλλιον εις τον αέρα με το πυρ να τιναχθώμεν
κάλλιον εις τον πυθμένα της θαλάσσης να πνιγώμεν,
παρά μίαν στιγμήν ζώσαι κ’ έχουσαι του Μουσουλμάνου
πλούτη, δόξαν κ’ ευτυχίαν εις ανάκτορα Σουλτάνου.»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
[Λεμησσός, 24 Ιουνίου 1884]
Τὸ δεύτερο ποίημα εἶναι αὐτὸ τοῦ Ἀντωνίου Μάτεσι. Τὸν ξέρουμε συνήθως ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἐκπληκτικὸ θεατρικό του «Ἡ Βαβυλωνία» μὲ τὸ μπέρδεμα καὶ τὴ σύγχυση τῶν τοπικῶν διαλέκτων καὶ τὴ σειρὰ τῶν παρεξηγήσεων.
Ὁ Αντώνιος Μάτεσις, (1794-1875) ὑπῆρξε γόνος αριστοκρατικής οικογενείας, τῆς Ζακύνθου, γιος του Δημητρίου και της Βεατρίκης, το γένος Τερτσέτη. Διδάχθηκε ελληνική, ιταλική φιλολογία και φιλοσοφία από τον Αντώνιο Μαρτελάο και τον αββά Ρώσση. Συνέχισε τις σπουδές του μόνος του, βελτιώνοντας τις γνώσεις του στα ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά. Η επίδραση του δασκάλου του Α. Μαρτελάου τον οδήγησε σε ριζοσπαστικές ιδέες και στην ένταξή του στην Φιλική Εταιρεία. Φίλος του Σπυρίδωνος Τρικούπη και του Διονυσίου Σολωμού, ο οποίος τον χαρακτήρισε ως "συγγραφέα που είχε όλες τις πνευματικές του δυνάμεις σε ισορροπία". Ως δημοτικός σύμβουλος Ζακύνθου αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Εμφορούμενος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης που έφθαναν ως το νησί του θέλησε -προδίδοντας μάλιστα την τάξη του- να υπηρετήσει μια λογοτεχνία που θα επισπεύσει την πρόοδο με τη διάδοση των νέων ιδεών. Οι ίδιες προοδευτικές ιδέες διαποτίζουν το θεατρικό έργο του «Ὁ Βασιλικός», όπου παρουσιάζονται με δραματικότητα οι αντιθέσεις αριστοκρατίας και αστικής τάξης. Το 1875 μετακόμισε στη Σύρο, όπου και πέθανε λίγο αργότερα.
Αντωνίου Σ. Μάτεσι
Η Κυπριώτισσα (1570)
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«Mπήκαν οι σκλάβοι αμέτρητοι… Tην άγκυρα σηκώνουν
και στα κατάρτια τα πανιά οι ναύτες ξεδιπλώνουν.
Πρίμος αγέρας τα φυσά, τ’ ανοίγει, τα φουσκώνει,
τρέχει ο πιλότος βιαστικός κι αρπάζει το τιμόνι,
σιγά, σιγά το κάτεργο κινεί και ξεμακραίνει…
Oι σκλάβοι την πατρίδα τους κοιτάζουν δακρυσμένοι.
Πού ’ν’ η Pενάλδα; Δεν θα ’λθεί στου καραβιού την άκρη
για τη γλυκειά πατρίδα της πικρό να χύσει δάκρυ;
Tο τελευταίο “έχε γειά” να πει στο έρμο χώμα
που κλείνει του πατέρα της τ’ ανδρειωμένο σώμα;
Δεν θα ’λθει πέρα στα βουνά στερνή ματιά να ρίξει
και με τους άλλους δυστυχείς το δάκρυ της να σμίξει;
Πού ’ν’ η Pενάλδα; Ξέχασε τί λόγο έχ’ ειπωμένο,
σαν έφεραν το γέρο της εμπρός της πεθαμένο
πως θα ’ναι μόνος της σκοπός στον κόσμο που θα ζήσει
όσο μπορεί περσότερους απίστους ν’ αφανίσει;
Πού ’ν’ η Pενάλδα; Ξέχασε τον όρκο που ’χει πάρει
επάνω στου πατέρα της το κάτασπρο λιθάρι,
πως αν ποτέ στη Λευκωσιά, πατήσουν Mουσουλμάνοι
παρά να γίνει σκλάβα τους… αχ! κάλλιο ν’ αποθάνει;
Γοργά, γοργά το κάτεργο απ’ τη στεριά μακραίνει
…Tώρα κανείς δεν ομιλεί, τώρα κανείς δεν κρένει,
απ’ την πολλήν απελπισιά εσώπασαν οι θρήνοι
κάθε καρδιά τον πόνο της μέσα στα στήθια κλείνει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
“Xαρείτ’ αδέλφια! Tον Θεόν ευχαριστείτε όλοι
με την ελπίδα στην καρδιά και τη χαρά στα στήθια,
κανένας σκλάβος από μας δεν θα ’μπει μέσ’ στην Πόλη
γιατί ο Θεός απ’ τα ψηλά μάς έδωκε βοήθεια.
Aς στολισθεί κάθε καρδιά μ’ αγάπη και μετάνοια
και γλήγορα θ’ ανέβομε στα ύψη τα ουράνια”.
Eίν’ η Pενάλδα που μιλεί κι αντιφωνεί η λαλιά της,
και κυματίζουν ξέπλεκα τα ολόξανθα μαλλιά της,
και στα γαλάζια μάτια της λάμπει φωτιά μεγάλη
κι ουράνια χάρη απλώνεται στ’ αγγελικά της κάλλη.
Όλοι στα μάτια τη θωρούν αχνοί και τρομασμένοι:
μένουν βουβά τα χείλη τους, αναπνοή δεν βγαίνει.
“Φωτιά… φωτιά… χαθήκαμε” βραχνή φωνή πετιέται
και μια βοή “φωτιά, φωτιά” στο κάτεργο σκορπιέται.
Tρέχουν οι ναύτες βιαστικοί, πηδούν σ’ όλα τα μέρη,
“Φωτιά” φωνάζουν και κανείς πού ’ν’ η φωτιά δεν ξέρει.
“Φωτιά… φωτιά”. O άνεμος τα κύματα φουσκώνει…
Bγαίνει καπνούρα μελανή, μαυρίζει και θολώνει…
Kι άλλοι χυμούν μες στον καπνό κι άλλοι νερό γεμίζουν
και άλλοι μες στην ταραχή χαμένοι τριγυρίζουν…
“Φωτιά!!” Tις φλόγες ο καπνός δεν ημπορεί να κρύψει,
σκορπίζονται θεόρατες και χάνονται στα ύψη,
κάθε πανί, κάθε σχοινί χρυσές φωτιές αρπάζει
κι η κόκκινη σημαία τους εμπρός στο φως χλομιάζει
…Φωτιά!! Bλαστήμιες και φωνές… Tο κάτεργο κουνά,
και τρίζουν και γκρεμίζονται κατάρτια και πινά…
Φυσά βοριάς τα κύματα και τη φωτιά ξανάβει
και παραδέρνει μέσ’ αφρούς και φλόγες το καράβι…
Oι σκλάβοι ελευθερώθηκαν… Eπάνω στα ουράνια
ο Ύψιστος τούς έδωκε μαρτυρικά στεφάνια.
Mα της Pενάλδας η ψυχή τρακόσια τώρα χρόνια
Στα γαλανά μας κύματα περιπλανάτ’ αιώνια…
Aυτή μια νύχτα σκοτεινή, νύχτα δίχως φεγγάρι
Στη ναυαρχίδα οδήγησε το χέρι του Kανάρη.»
Γιὰ τὸ Ζάλογγο, ποὺ ἀποτελεῖ μέρος τῆς συγκλονιστικῆς περιπέτειας τοῦ ἑλληνισμοῦ στὰ χρόνια τῆς τουρκοκταρίας καὶ τῶν συγκρούσεων τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ μὲ τοὺς Σουλιῶτες ἔχουν εἰπωθεῖ καὶ γραφεῖ πολλά. Ἱστορικῶς τοποθετεῖται τὸ 1803. Εἶναι πρῶτα ὁ Διονύσιος Σολωμός, ποὺ τὸ 1824, 21 χρόνια μετὰ τὴν τραγωδία τοῦ Ζαλόγγου, γράφει καὶ ἐνσωματώνει στὸ ποίημα «Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λὸρδ Μπάιρον»τὶς πιὸ κάτω πέντε στορφές:
«Τὲς εμάζωξε εἰς τὸ μέρος
του Ζαλόγγου τὸ ακρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ο έρως
και τὲς έμπνευσε χορό·
τέτοιο πήδημα δεν τὸ είδαν
ούτε γάμοι, ούτε χαρές,
κι άλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές.
Τα φορέματα ἐσφυρίζαν
και τα ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο που εγυρίζαν
ἀπό πάνω έλειπε μιά,
χωρὶς γόγγυσμα κι αντάρα
παρὰ εκείνη μοναχά
όποὺ εκάμαν με την κάρα,
με τα στήθια, στα γκρεμνά.»
«Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λὸρδ Μπάιρον, Ποίημα λυρικό», στ. 101-105
Κι ἀκόμα τὸ δημῶδες ἢ δημοτικότροπο γνωστὸ ἆσμα τοῦ Ζαλόγγου:
«Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες.»
4. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ.
Τὸ παράδειγμα τῆς ἀνδρείας γυναικός.
Στὸν ἱστορικὸ τόπο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 εἶναι καὶ ἡ Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ποὺ συνιστᾶ κορυφαῖο παράδειγμα καὶ ὑπόδειγμα ἀνδρείας καὶ ἡρωϊκῆς γυναικός. Ἡ ἴδια δίνει τὰ πάντα, ὅλη της τὴν περιουσία για τὴν πατρίδα της. Φτειάχνει τὸ πρῶτο πολεμικὸ πλοῖο τῆς σκλαβωμένης πατρίδος μας! Καὶ τὸ ὀνόμασε «Ἀγαμέμνονα.» Τὸ ἐξόπλισε. Κι ἔβαλε παντοῦ δικούς της ἀνθρώπους, ἀπ᾽ τὰ νησιά, ἐκεῖ, τοῦ Σαρωνικοῦ. Ὕψωσε πρώτη, στὶς 13 Μαρτίου 1821, δώδεκα ἡμέρες πρὶν ἀρχίσει ἐπισήμως ἡ μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, στὸ νησὶ τῶν Σπετσῶν, τὴ σημαία τῆς ἐπαναστάσεως ποὺ παρίστανε τὸν Φοίνικα, σύμβολον τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἔθνους. Στὴ συνέχεια ἔφτειαξε κι ἄλλα τέσσερα πλοῖα. Καὶ τὰ ἐπάνδρωσε. Κι ἀκόμα, κι ἕνα τάγμα στρατοῦ πεζικοῦ, μὲ ἄνδρες ἀπὸ τὶς ἡρωικὲς Σπέτσες. Σὲ μιὰ συμπλοκὴ φονεύεται ὁ καλύτερος γυιός της. Αὐτά, ἔτσι γιὰ νὰ θυμόμαστε καὶ τὸ γυναικεῖο ἡρωϊκὸ καὶ πολεμικὸ φρόνημα. Καὶ πὼς τὴν ἐλευθερία μας δὲν τὴν κερδίσαμε τυχαῖα. Οὔτε μᾶς δόθηκε ἀναιμάκτως.
Δίνω ἐδῶ ἕνα ποιητικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν παιδικὴ λογοτεχνία, ὅπως τὸ συναντοῦμε στὸν ἠλεκτρονικὸ τόπο, μὲ τίτλο «Μπουμπουλίνα»:
Στις θάλασσες πολέμησα
με λένε Λασκαρίνα
και στον αγώνα έγινα
γενναία Μπουμπουλίνα.
Στη θάλασσα κι άλλα παιδιά
μαζί μου αντρειωμένα
πολέμησαν με μια ψυχή
κι έγιναν δοξασμένα.
Είμαι πολύ περήφανη
που έγινα θυσία
τώρα στην Ελλάδα μας
λάμπει ελευθερία.»
Μαζὶ μὲ τὴ Λασκαρίνα Μπουμπουλία κι ἡ Μαντὼ Μαυρογένους. Ἀλλὰ καὶ μιὰ τρίτη ποὺ συνάντησα ψάχνοντας στὸν ἠλεκτρονικὸ τόπο: Δομνίτσα ἢ Δόμνα Βισβίζη. Ἄλλοι πάλι τὴν ἀποκαλοῦν Βισβίζαινα ἢ καὶ Βισβύζη. Ἀντιγράφω καὶ σᾶς διαβάζω τὸ δημῶδες ποίημα τῶν ἡρωϊκῶν της κατορθωμάτων:
Πουλάκι, πόθεν έρχεσαι, πουλάκι μ' αποκρίσου
μην είδες και μην άκουσες για την κυρα - Δομνίτσα
την όμορφη τη δυνατή, την αρχικαπετάνα,
που 'χει καράβι ατίμητο και πρώτο μέσ΄τα πρώτα,
καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το μπουγάζι;
Και το πουλάκι στάθηκε και το πουλάκι λέει:
Την είδα την απάντησα σιμά στο Αγιονόρος
τρεις μέρες επολέμαγε με δυο χιλιάδες Τούρκους.
Καράβια εδώ, καράβια εκεί, καράβια παρά πέρα
και τούτη σαν τον αετό όρμαγε και χτυπούσε
δεξιά ζερβά και ανάστροφα κι όπου βολούσε ακόμα.
Κι άκουγε βόγκους δυνατούς και στεναγμούς μεγάλους
κι άκουγες κλάματα πικρά, κατάρες στην κατάρα
κι οι θάλασσες κοκκίνιζαν ως φέσια των αγάδων.”
5. ΑΓΩΝΑΣ ΕΟΚΑ: ΚΥΠΡΟΣ
ΑΝΤΩΝΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, «ΣΗΜΕΡΟΝ ΠΟΥ Σ’ ΑΝΤΙΚΡΥΣΑ»
ΚείμεναΑντωνούς Αυξεντίου, Γιάννη Ρίτσου
Περνάω τώρα, ἐπιστρέφοντας στὴν Κύπρο, στὸ πρότυπο Ἑλληνίδος Μητέρας, κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ. Θυμίζω τὸ ὁμότιτλο ποίημά του ποὺ διδάσκαμε ἄλλοτε σὲ μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου ἀπὸ τὰ ἰταλικὰ μὲ ἐκεῖνο τὸν συγκλονιστικὸ στίχο: «Μακρύς ὁ λάκκος π’ ἄνοιξε καὶ κλεῖ τὸν γίγαντά μου.»
Τὸ ποίημα τῆς Ἀντωνοῦς Αὐξεντίου για τὸν ἥρωα γιό της, φέρεται να ἐμπνεύστηκε τη μέρα του θανάτου του· ὅμως τὸ απήγγειλε στο πρώτο του μνημόσυνο. Ποίημα μιᾶς δημώδους λαϊκῆς, ποιητάρικης παράδοσης, χαρακτηρίζεται γιὰ τὴν ἀμεσότητά του, τὸν λανθάνοντα σπαραγμό του καὶ τὸ διαχρονικὸ ἦθος ἡρωϊσμοῦ ποὺ ἀποδεσμεύει:
«Σήμερον που σ’ αντίκρυσα τζι είδα την ζωγραφκιάν σου
Την τόλμην σου φαντάστηκα τζιαι την παλληκαρκάν σου.
Να μεν σε πιάσουν ζωντανόν τζι ας ήταν όπως τύχει,
αφού για την Πατρίδα μας το γαίμα σου εχύθην.
Ξύπνα, Γληόρη μου, να δεις που κόντεψεν η Νίκη
τζι εσέναν βάλλουσιν μπροστά γιατί σ’ εσέν ανήκει.
Ξύπνα να δεις τους κόπους σου, να δεις τα βάσανα σου,
που νυχτοξημερώνεσουν μέσ’ στα κρησφύγετα σου.
Που νυχτοξημερώνεσουν μες στα βουνά, τους βράχους
τζιαι κέρτισες ό,τι έθελες τζιαι πήρες τα μιτά σου.
Ξύπνα να δεις την μάνα σου που στέκεται κοντά σου
τζι έκαμεν σίδερον καρκιάν όπως την λεβεντιά σου.
Θέλω δκυο λόγια να μου πεις, γιέ μου, που την καρκιάν σου
μεν κλαίεις, μάνα, μεν κλαίεις, που έχασες τον γιό σου
την ώραν του θανάτου σου θα είμαι στο πλευρό σου.
Την ώρα του θανάτου μου, πριχού τα μάθκια κλείσουν,
πέρκι σε δουν, λεβέντη μου, τζιαι σε ξαναφιλήσουν.
Μια μάνα τέτοιου ήρωα εν προσβολή να κλάψει,
προσβάλλει τον λεβέντη της, τζιείνον που θ’ απολάψει.
Χαλάλιν της Πατρίδας μου ο γιος μου, η ζωή μου,
τζι αφού εν επαραδόθηκεν
τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν
ας έσιει την ευτζιήν μου.
Γεια σου, Γληόρη Αθάνατε, ήρωα των ηρώων
τζιαι τ’ όνομα σου άφησες παντοτινά στον κόσμον.
Ζήτω, Γληόρη αθάνατε, ας έχομεν εγείαν,
που σιόνωσες το γαίμα σου για την Ελευθερίαν.
Τζι εγιώ έτσι μάνα εν να φανώ όπως τες Ελληνίδες,
που πιάσασιν τα όπλα τους τζιαι τζιείνες οι ιδίες.
Εχόγλασεν το γαίμα μου, όπλον θέλω να πάρω,
πα’ στα βουνά του Μασιαιρά τζιει πάνω να πεθάνω.
Τζιει πάνω που θυσίασεν ο γιος μου τη ζωή του,
τζει πάνω να θυσιαστώ νάμαι τζι εγιώ μαζί του.»
Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ἐκπληκτικοὶ κι οἱ ἀντίστοιχοι στίχοι ἀπὸ τὸ ποίημα «Ἀποχαιρετισμὸς» τοῦ Γιάννη Ρίτσου. Ἕνα ποίημα ποιητικῆς ἀμεσότητας. Γράφεται ἀμέσως μετὰ τὴ θυσία τοῦ ἥρωα. Ἀπὸ τὶς 5 μέχρι τὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1957. Tὸ ποίημα εἶναι ἐξόχως ἐπικαιρικό. Tαυτίζεται χρονικά μὲ τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφει, γι’ αὐτό καὶ τὸ χαρακτηρίζει ἡ ἀμεσότητα τοῦ βιώματος καὶ ὁ σπαραγμός.
Tὸ ποίημα «Ἀποχαιρετισμός» καταγράφει τὴ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τῆς θυσίας τοῦ ἥρωα τῆς ἐλευθερίας τῆς Kύπρου Γρηγόρη Aὐξεντίου.Tὸ ποίημα συνιστᾶ ἕνα «ἀποχαιρετισμό». OΓρηγόρης Aὐξεντίου, τὴν ἔσχατη ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὴ ζωή, ἀποχαιρετᾶ τὰ τοπία του, τὸν τόπο τῆς πατρίδας, τοὺς ἀνθρώπους της, ὅσα πίστεψε καὶ ὅσα ἀγάπησε. Ἀναμενόμενος, ἔτσι, εἶναι ἕνας ἀπολογισμός, μιὰ ἀναφορά στὸ ὅραμα ποὺ τὸν ἔφερε ὣς τὴ θυσία, ἡ ἐπιστροφὴ στὴ μνήμη, ἡ ἐπιστροφὴ σ’ ὅσα ὁ ἴδιος πίστεψε καὶ ἀγάπησε στὸ σύντομό του βίο καί, τέλος, ἡ διάνοιξη πρὸς τὴν προσδοκία ἑνὸς μέλλοντος γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἡ συνακόλουθη διάσταση τῆς ἐλπίδας γιὰ ἕνα καλύτερο κόσμο.
Ἀκόμα, μέσα ἀπὸ τὴν ἀναμέτρηση τοῦ ἥρωα μὲ τὸ θάνατο, εἶναι ἀναμενόμενο νὰ ἀναδειχθεῖ ἕνα ἦθος, μιὰ στάση ζωῆς, ἕνα πρότυπο ἠθικοῦ βίου. Ὁ Aὐξεντίου προβάλλει ἀνθρώπινος μέσα ἀπὸ ἕνα λόγο λιτό καὶ ἁπλό, ποὺ προβάλλει ἕνα τρόπο ζωῆς ἀλλὰ καὶ ἕνα τρόπο θανάτου.
Συγκλονιστικὴ ἡ ποιητικὴ ἔξοδος. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνάδειξη, κατὰ τρόπο ἔμμεσο τοῦ ἡρωϊκοῦ τρόπου καὶ ἤθους τῆς μητέρας τοῦ ἥρωος:
«Άντε, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. -Όχι;-
Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω λες τη ζωή σου; Σου αφήνω την περφάνεια σου.
Δε θα σέ ιδει ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις: «Είμαι πέρφανη για το γιο μου, – κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου».
Έτσι. Γεια σου, μάνα.
Ο πατέρας θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες μου, όμοιες με τις δικές του, κι απ’ το σταυρό της πατρίδας πούχα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου. Μιλάω για μένα σα νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σα νάναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα. Συχωράτε με.
Εσείς μου το δώσατε τούτο το δικαίωμα. Ευχαριστώ.
Εσείς, κ’ η αγάπη μας, κι ο θάνατός μου. Το ξέρω, ως και κείνος που πήρε τα 5.000 αργύρια θα πιει κάποιο βραδάκι ένα ποτήρι στην υγειά μου σε μια ταβέρνα της Πάφος και θ’ απογείρει να κλάψει μέσα στο ποτήρι του,
Γιατί ήμουνα φίλος καλός
κ’ ίσως να γίνει φίλος μας κι αυτός μια μέρα.
Τώρα λοιπόν, βαθιά και σίγουρα, μπορώ να σας το πω, σα να οδηγάω, και πάλι, το αμαξάκι μου σ’ ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κύπρου ίσα και παστρικά, ένα ολογάλανο κ’ ήμερο πρωινό, – μπορώ να το πω :
«Η αρετή μας είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα».
Εν τάξει αδέρφια. Εδώ δεν είναι ακατόρθωτη η αδερφοσύνη για μας και για όλους. Εδώ οι διαφορές βουλιάζουνε σ’ ένα χαμόγελο, – κ’ είναι έτσι όπως ακούς, κείνες τις νύχτες του καλοκαιριού, – γαλάζιες, αργυρές και ρόδινες – σ’ ένα μονάχα φέγγος ευτυχίας όλα τα ξέχωρα σπιτίσια μουρμουρίσματα και των μικρών και των μεγάλων άστρων και τρέμει η ρίζα της καρδιάς και τρέμει ο κόσμος τόσο που θέλεις να σκουντήσεις τον αγκώνα κάποιου φίλου για ν’ ακούσεις μαζί του,
ή τον αγκώνα έστω μιας πέτρας για ν’ ακούσει και κείνη,
να μοιράσεις τη χαρά σου.
Με τούτη την αγάπη, λέω, που μια μέρα, οι ξύλινοι σταυροί θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα – ναι, κι ο δικός μου ο σταυρός, ο καμένος, ο πέτρινος, με τούτη, λέω, την αγάπη μια μέρα θα λυγίσουμε κείνους που φέρνουν τ’ άδικο και σπέρνουνε το μίσος.
Τούτη είναι η εντολή μου –
μ’ όλο που αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος
σα να μην τόμαθα ποτές ή να το ξέχασα. Γεια σας.
( Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τα ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της: «Είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου». Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ΄ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου.)
Α Θ Η Ν Α, 5 Ε Ω Σ 2 5 Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ 1 9 5 7
6. ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ
Ὁλοκληρώνοντας τὸ ποιητικὸ αὐτὸ ὁδοιπορικὸ στέκομαι στὴν ποιητικὴ ἀνάδειξη τοῦ ἡρωϊκοῦ φρονήματος τῶν γυναικῶν τῆς Κύπρου μέσα ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς εἰσβολῆς τοῦ 1974. Θὰ μπορούσαμε ἐδῶ νὰ συνθέσουμε μιὰ ὁλόκληρη ἡρωϊκὴ ποιητικὴ Ἀνθολογία. Μένω σὲ δυὸ παραδείγματα ἀπὸ τὰ πολλά, διαβάζοντας πρῶτα ἕνα ποίημα τοῦ Κώστα Μόντη, ποὺ συμπυκνώνει θὰ ἔλεγα τὴν τραγικὴ καὶ ἡρωϊκὴ μορφὴ τῆς μάνας τοῦ αγνουουμένου:
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ - ΜΙΑ ΑΓΑΘΗ ΜΗΤΕΡΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ
Δὲν ἤξερε ὅτι ἦταν μιὰ προεκλογικὴ συγκέντρωση
δὲν ἤξερε ὅτι γίνονταν συγκεντρώσεις καὶ γι’ ἄλλα θέματα
καὶ πῆγε κρατώντας τὴ φωτογραφία τοῦ γιοῦ της
ἔτσι παιδικά, ἔτσι ἀψηλὰ μὲ τὰ δυό της χέρια σὰν λάβαρο
κ’ ὑπέθεσε καὶ χαμογελοῦσε μ’ ἐλπίδα
καθὼς ἔβλεπε τὸ πλῆθος νὰ χειροκροτᾶ μ’ ἐνθουσιασμό.
Δὲν καταλάβαινε, βέβαια, καλά-καλὰ τί ἔλεγε ὁ ὁμιλητὴς
μὰ πρέπει νἄλεγε κάτι πολὺ εὐχάριστο
καὶ θὰ χειροκροτοῦσε κι’ αὐτὴ μ’ ἐνθουσιασμὸ
ἂν ἦταν ἐλεύθερα τὰ χέρια της.
Τὸ δεύτερο παράδειγμα, καὶ μ’ αὐτὸ κλείνω, εἶναι ἀπὸ τὴν ποιητικὴ σύνθεση τῆς Πίτσας Γαλάζη «Τὸ Ἔψιλον τῆς Ἑλένης» (1988):
«Ἀπὸ ἄλλον αἰῶνα ἐρχόσουν
Μὲ στρώματα πετρωμάτων
Καὶ μέταλλα στὴν φωνὴ
Βαθειὰ βουὴ κογχυλιοῦ προαιώνιας θάλασσας
Ἀπὸ ἄλλη ἀσκητεία ψαλμὸς
Καὶ ψήγματα προσευχῆς
Ἀπὸ λοιμούς, σεισμούς, καταποντισμοὺς
Κι ἀκρίδων τὰ νέφη ἀπειλοῦν τὴ φωνή σου
Ἑλένη ἀγαπημένη, τοῦ λόγου Βασίλισσα
Ἑλένη ἄλλη, τοῦ κόσμου ἀνέμη
Ξηλώνεις κι ὑφαίνεις γυμνάζοντας δάχτυλα
Ὑπὲρ πλεόντων, νοσούντων
καμνόντων, αἰχμαλώτων
ὅλα αἰχμάλωτα καὶ σὺ ὁδοιπορεῖς
Μὲ ὅλα τὰ εὔφλεκτα στὴ σάρκα
Ὣς τῶν ὀστῶν τὴν καρίνα σου
Πάραλος»
Αὐτὰ γιὰ τὸ θέμα τῶν ἡρωϊκῶν γυναικῶν μέσα ἀπὸ τὸν τόπο καὶ τὸν τρόπο τῆς λογοτεχνίας.
ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ
24 Ἰουνίου 2018